Έλξη υπεράνω της λογικής και συνάμα οδυνηρή εμπειρία της καθημερινής πραγματικότητας χαρακτηρίζουν τη σχέση του Δημήτρη Δωρίδη με τη νέα, "ανεξάρτητη" Κύπρο, όπου επιστρέφει το 1968. Τη συγκατοίκηση με τους Τουρκοκυπρίους έχει διαδεχθεί μια πρώτη διχοτόμηση, τον αγώνα για την Ένωση και την εθνική ολοκλήρωση έχει διαδεχθεί ο αγώνας για κοινωνική ανέλιξη και πλουτισμό, την ομοψυχία ο φατριασμός και η διχόνοια. Μετά τους δύο τόμους "Εν μέρει ελληνίζων" και "Περατικός", ο Δημήτρης -στο τρίτο μέρος της μυθιστορηματικής τριλογίας του Μιλτιάδη Χατζόπουλου- επιχειρεί να αποκαταστήσει τη χαμένη ακεραιότητα του νησιού, της κοινωνίας του και του ίδιου του εαυτού του μέσω της οικογένειάς του, μερικών παλαιών και νέων φίλων και των ερευνών του για το μεσαιωνικό παρελθόν της πατρίδας του. Τα αναχώματα όμως που υψώνει με την αγάπη και την επιμέλειά του υποσκάπτονται από τους πειρασμούς της ευκολίας και των συναισθηματικών περισπασμών, στους οποίους ενδίδει, και σαρώνονται από τις θύελλες της Ιστορίας. Τα γεγονότα έχουν εν τω μεταξύ οδηγήσει την Κύπρο στον εμφύλιο πόλεμο, το πραξικόπημα και την εισβολή. Ο Δημήτρης παρασύρεται στη δίνη τους: καταδίδεται ως κομμουνιστής, απορρίπτεται ως στρατιώτης, βλέπει το παιδί του να τραυματίζεται, καταλήγει, θέλοντας και μη, επικεφαλής ομάδας ατάκτων, γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του Αμερικανού πρεσβευτή. Μετά από τις δοκιμασίες ο Δημήτρης έχει ενηλικιωθεί. Τι κι αν τελικά αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κύπρο; Δεν αποκλείεται κάποτε να επιστρέψει.