Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στην Κορωνίδα της Νάξου, υπάρχει εδώ και οκτώ αιώνες και λειτουργεί από το 1325 ως αντρική Μονή, χωρίς ποτέ να ερημωθεί από μοναχούς.
Ο ιερομόναχος Μελέτιος Σκιαδάς, ο οποίος μονάζει στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας Πάρου, εξαίρετος ερευνητής στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καλείται στο μοναστήρι, όταν ο δόκιμος μοναχός και αγιογράφος της Μονής Ζαχαρίας Σηφάκης, βρίσκεται νεκρός, με κομμένο τον λαιμό, μέσα στο ερμητικά κλειδωμένο εργαστήρι του. Οκτώ μοναχοί επάνδρωναν το μοναστήρι. Πριν σπάσουν την πόρτα, και οι επτά βρίσκονταν στην τραπεζαρία. Το ίδιο και την ώρα που έγινε ο φόνος.
Από την πρώτη κι όλας στιγμή, ο Μελέτιος καταλαβαίνει πως η υπόθεση δεν είναι διόλου απλή. Γιατί ο αγιογράφος είχε πάντα κλειδωμένα πόρτα και παράθυρο; Ποιο αόρατο χέρι κατάφερε το ακατόρθωτο; Τι ρόλο παίζει στην υπόθεση η πανέμορφη Γεωργία, κόρη βοσκού, η οποία επισκεπτόταν τακτικά τον αγιογράφο στο εργαστήρι του; Τι μυστικά κρύβονται στο υπόγειο των κειμηλίων και στις στοές των σμυριδωρυχείων;
Όταν ένας ακόμη μοναχός δολοφονείται, με παρόμοιο ακατανόητο τρόπο, τότε η κατάσταση ξεφεύγει από τα χέρια του και σε συνεννόηση με το Ιερατείο, αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια της αστυνομίας.
«Μελέτιε, σκέψου σαν ιερωμένος και όχι σαν ερευνητής». Αυτά είναι τα λόγια του πρώην αστυνόμου Ορέστη Φωκά όταν φτάνει στο μοναστήρι, συντροφιά με τον αρχιφύλακα Μάνο Αναστασάκη. Και οι τρεις μαζί, με τη βοήθεια του Καλλίνικου, ενός πανέξυπνου νεαρού μοναχού, θα προσπαθήσουν να ξεδιαλύνουν το μυστήριο. Είναι ένας από τους μοναχούς ο δολοφόνος ή κάποιος άγνωστος κυκλοφορεί κρυμμένος στις σκιές;