Είναι εύκολο να ψάξουμε μες στα βιβλία - ή στο διαδίκτυο του 21ου αιώνα - το πώς κατέγραψε η Ιστορία την εποχή που θέλουμε να αφηγηθούμε. Η δυσκολία βρίσκεται στο σταμάτημα του χρόνου. Καθώς, η Ιστορία είναι μια σύνοψη. Κάτι το τελειωμένο. Μα εγώ έπρεπε να μεταφερθώ στην ώρα που εξελισσόταν. Να ξεχωρίσω κάποιους απ’ τους απλούς ανθρώπους και να τους δώσω ονοματεπώνυμο και χαρακτήρα. Το ότι καταπιάστηκα με τη ζωή του νονού και της νονάς μου, μέσα στις τόσες άλλες που σφράγισαν τον αιώνα, μάλλον οφείλεται στην τάση που έχουμε να παρατείνουμε την παιδική μαγεία. Μαζί, να την αποδομούμε.
Αδειάζοντας το 2000 το σπίτι στην Πεντέλη, με παραξένεψε μία μικρή, μουντή ελαιογραφία. Κι όπως μέσα σ’ ένα σωρό από εργόχειρα - το ότι η Λαβίνια κεντούσε το ήξερα από πάντα - ξεχώρισα τον ατελάρωτο μουσαμά, με πληροφόρησαν: "Ζωγράφιζε στα νιάτα της". Τα χρώματα απλώνονται με βελονιές, με πινελιές. Κι εγώ, τέκνο της γρήγορης εικόνας, της απεικόνισης, έστω με λέξεις βιαστικές, λαχανιασμένες, θέλησα να αφηγηθώ τα πρώτα χρόνια του Περικλή και της Λαβίνιας χαλαρά. Κι ανυποψίαστα. Σαν όπως ήτανε τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Σαν όπως είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, γενικότερα. "Ποιο να ήταν το ειδύλλιό τους;" πρέπει ν’ αναρωτήθηκα, όταν ακόμα ήμουνα μικρή. Τότε , που πίσω από κάθε άνθρωπο έψαχνα για τον έρωτα που είχε σταμπάρει τη ζωή του. Περάσανε δεκαετίες για να νιώσω ότι υπάρχουν κι άλλα δράματα. Συχνά, πιο τραγικά.