Ο Ερνστ Βάις έγραψε τον "Αυτόπτη μάρτυρα" με αφορμή έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό για τους εξόριστους γερμανόφωνους συγγραφείς το 1938. Το βιβλίο αποτελεί την τελευταία του μυθοπλαστική αυτοβιογραφία με πρωτοπρόσωπο αφηγητή, σε μια σειρά που είχε ξεκινήσει περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα, και συγχρόνως το τελευταίο μυθιστόρημα του Βάις. Το χειρόγραφο αναδύθηκε πάλι και έφτασε στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ το 1951, ενώ η έκδοσή του ήταν το έναυσμα για να ανακαλυφθεί το έργο ενός σημαντικού και ξεχασμένου συγγραφέα. Με τα μέσα του μυθιστορήματος ο "χειρουργός της ψυχής" Ερνστ Βάις ανατέμνει στον συγκλονιστικό Αυτόπτη μάρτυρα τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που γέννησαν τη φρίκη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τις πρώτες επιτυχίες του Χίτλερ και τις αποτυχίες της "Βαϊμάρης", την ψυχοπολιτική τεχνολογία του αυταρχισμού και του ολοκληρωτισμού, τον ναζιστικό ζόφο που σημαδεύει τα ατομικά και τα συλλογικά πεπρωμένα. Ο "Αυτόπτης μάρτυρας" έχει χαρακτηριστεί κατά καιρούς αντιφασιστικό μυθιστόρημα, ψυχογράφημα των Γερμανών διανοουμένων από το 1914 μέχρι το 1936, μυθιστόρημα για τον Χίτλερ (Hitlerroman) ή για το παθολογικό και το δαιμονικό στοιχείο στον ναζισμό. Ο ανώνυμος πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ένας γιατρός ο οποίος θεραπεύει από υστερική τύφλωση τον δεκανέα Α.Χ. σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο προς το τέλος του "μεγάλου πολέμου", θεωρώντας σφαλερά πως η "θαυματουργή θεραπεία" εγγυάται την υπεροχή του και την κυριαρχία του πάνω στον θεραπευμένο. Καταδιωκόμενος και ο ίδιος από τον Α.Χ., παρακολουθεί πώς το "έργο" του σκορπάει απροσμέτρητα βάσανα στην Ευρώπη, μέχρι που αποφασίζει να λυτρωθεί από τις μάταιες προσπάθειες του "αυτόπτη", πηγαίνοντας να πολεμήσει για τη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας. Γράφοντας αυτό το βιβλίο, ο Ερνστ Βάις διεξήγαγε τη δική του, λογοτεχνική, μάχη, με τα μάτια ορθάνοιχτα ως το τέλος.