ΜΑΝΑ
Έχω μια μάνα με μπλε κάπα.
μου αρπάζει το χέρι,
είμαι μικρός και φοβάμαι,
με οδηγεί.
Η κάπα της είναι
σπαρμένη μ’ άστρα.
Έχει τόσο χιόνι εδώ που προχωράμε
στον αξεχιόνιστο Γαλαξία:
εκείνη κι εγώ.
*
ΕΡΧΟΜΑΙ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ
Έρχομαι ένα βράδυ
σε μια κοιλάδα
με ένα ξένο βουνό
να παραμονεύει πάνω από ένα μαύρο άπατο φιόρδ.
Έφτασα σπίτι. Αλλά η μάνα
δεν είναι πουθενά, και ο πατέρας;
Κανείς απ’ όσους ξέρω δεν είν’ εδώ.
Μαύρο άπατο φιόρδ.
Όπως πριν μεγαλώσω:
Ένα αγοράκι στο σκοτάδι, φοβόταν, μόνο, χωρίς φίλους.
Και τίποτα δεν περνάει.
Έρχομαι μ’ ένα τρένο από πέρα μακριά
με βαλίτσα, ρούχα και βιβλία
Ναι, αλλά τί ψάχνω, εδώ πέρα;
Τι προσπαθώ να καταλάβω;