Γιατί εσύ, Δυσσέο, δεν πέθανες κι ούτε δικιώθηκες. Ξέμεινες στα παλιόχαρτα μέσα μπλεγμένος των καλαμαράδων, όπου οι ιστορικοί συνηθάνε να τάχουν σ' υπόληψη με το να βρίσκονται τυπωμένα. Αλλά εγώ, καπετάνιο μου, μούδε ιστορικός ανανογήθηκα ποτές μου. Κατέβηκα απ' τον λαό απάνω, τον λαό σου, οπού γι' αυτόν πόνεσες, γι' αυτόν μόχθησες, και για την προκοπή του λαμπάδιασες. Ο λαός σου, Δυσσέο, δεν άλλαξε. Ίδιος μνέσκει στα αιστήματά του και στο ίδιο καταχείμωνο παραδέρνει, ότι τον Δυσσέο τον έχασε, κι άλλον Δυσσέο απ' τα τότες δεν χάρηκε... Και να σε χαιρετάη που φεύγεις, είναι να σε καλωσορίζη όπου να ξαναρθής. Και μην αργής άλλο, και μ' όποιο όνομα νάναι. Ότι πληθύναν οι γκούρηδες, αδερφέ μου, κι η πατρίδα σε κράζει...