Χαμογέλασα πικρά. Είχε έρθει και η δική μου σειρά. Κοίταξα προς το τέλος του δρόμου, σαν να περίμενα κάτι. Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα, όταν ξεπρόβαλε το παλιό, μικρό αυτοκίνητο που είχα δει τη βραδιά της δολοφονίας του συνταξιούχου αστυνομικού. Σταμάτησε απότομα απέναντί μου. Κατέβηκε ο γέρος και μετά η μυστηριώδης και πανέμορφη γυναίκα. Ο γέρος κρατούσε ένα μεγάλο τσεκούρι. Άρχισε να προχωράει προς το μέρος μου... Κοίταξα γύρω, στα λιγοστά και αρκετά μακρινά σπίτια που βρίσκονται στη γειτονιά. Απόλυτη σιωπή... Ο γέρος με κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια σαν να ήθελε να με υπνωτίσει. Ήθελα να ουρλιάξω, αλλά ένιωθα εντελώς αδύναμος. Πλησίαζε συνεχώς σέρνοντας το πόδι του... Η βαριά του ανάσα ακουγόταν τόσο καθαρά. Σταμάτησε στο ένα μέτρο. Δυσκολευόμουν να αναπνεύσω...