Οι γιατροί δε διακινδυνεύουν να βγάλουν τη σφαίρα από το κεφάλι του Τόμι και αυτός δεν μπορεί να το πάρει απόφαση. Τον ενοχλεί. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί βρέθηκε εκείνο το βράδυ στο δρόμο του Καζάκου. Γιατί δεν έτρεξε όταν είδε το όπλο να τον σημαδεύει στο κεφάλι. Και ο Θεός τι έκανε; Γιατί τον άφησε απροστάτευτο; Γιατί τον άφησε να έρθει στην Αθήνα; Γιατί δε τον έσπρωξε να φύγει μια ώρα αρχύτερα για το Λονδίνο, αφού εκεί ήθελε από την αρχή να πάει; Τώρα όλα μπερδεύτηκαν. Όλα σταμάτησαν. Και τα όνειρα και τα σχέδια. Ακόμη και η ηλικία του σταμάτησε στη νύχτα που τον πυροβόλησαν. "Πόσων χρόνων είσαι, Τόμι;" τον ρώτησα. "Ήμουνα τριάντα όταν ο άνθρωπος αυτός με πυροβόλησε. Από τότε έχουν περάσει έξι χρόνια". "Ένα πρωινό, μετά από μια γρήγορη ματιά στην επικαιρότητα, αναρωτήθηκα μέχρι πότε θα συνεχίσω να παρακολουθώ τη ζωή από τον καναπέ με το άλλοθι του "απογοητευμένου πρώην ενεργού" πολίτη. Ο Τόμι ζει έξι χρόνια με μια σφαίρα στο κεφάλι, αφημένος στην καλή θέληση μεμονωμένων γιατρών και ακτιβιστών αντιρατσιστικών οργανώσεων. Η χαριστική βολή ήταν η έξωση από το σπίτι όπου ζούσε και το οποίο μέχρι τότε πλήρωνε μόνος του. Τώρα βρίσκεται σε ένα άσυλο. Μετά τον Τόμι συνάντησα, μαζί με τη Χριστίνα, και τον Τίμοθυ Αμπντούλ από τη Νιγηρία. Ο Τίμοθυ είναι και αυτός ένα από τα πολλά θύματα του Καζάκου. Έχει δεχθεί τρεις σφαίρες στη σπονδυλική στήλη και στέκεται με δυσκολία όρθιος. Αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα διαβίωσης με τον Τόμι." (από την εισαγωγή του Σταύρου Κασιώτη) "Ο Τόμι δεν ήθελε να μου μιλήσει. Στην αρχή δε με κοιτούσε καν. Πουθενά δεν κοιτούσε. Η φωνή του ήταν σιγανή, σχεδόν παιδική. Μόνο όταν "φτάσαμε" στη νύχτα -στη νύχτα που τον πυροβόλησαν- η φωνή του δυνάμωσε. Μιλούσε γρήγορα και θυμωμένα. Συνέχισε όμως να μην κοιτάει πουθενά. Το ένα του χέρι χάιδευε συνεχώς το άλλο· μόνο κάποιες στιγμές το δεξί του χέρι έφευγε, υψωνόταν και γινόταν "ομπρέλλα" στο σημείο όπου είναι ακόμη φυτεμένη η σφαίρα." "Ποιοι σε βοήθησαν μετά τον πυροβ