Ο χαρακτηρισμός του Παλαμά ως "ερωτικού", "ηδονικού", "σαρκολάτρη" ή "κολασμένου" ποιητή, προφανώς ξενίζει καθώς συγκρούεται με χρόνιες παραμορφώσεις και εμπεδωμένα στις σχολικές αίθουσες φιλολογικά στερεότυπα. Ωστόσο, αυτό που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι ότι ο έρωτας -σαρκικός ή μετουσιωμένος- είναι διάχυτος σε όλη την έκταση του ποιητικού του έργου· τα ερωτικά του ποιήματα είναι, μάλιστα, περισσότερα από τα ποιήματα κάθε άλλης θεματικής κατηγορίας, ακόμη και από τα πατριδολατρικά του.
Η ανθολόγηση στον ανά χείρας τόμο των ερωτικών ποιημάτων του Παλαμά σε χρονολογική τάξη, επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει τη διαφοροποίηση και τις δραματικές μεταλλάξεις του ερωτικού του λόγου κατά τη διάρκεια των πενήντα περίπου δημιουργικών του χρόνων. Έτσι, μπορεί να διαπιστώσει ότι όσο περνούν τα χρόνια ο έρωτας, και μάλιστα ο σκοτεινός έρωτας, γίνεται το κυρίαρχο θέμα στην ποίησή του· αποκλειστικό σχεδόν θέμα στις τελευταίες ιδίως συλλογές (τις κατεξοχήν ηδονιστικές και κασσιανικές: Δειλοί και σκληροί στίχοι. Περάσματα και χαιρετισμοί, Βραδυνή φωτιά). Γιατί αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1920 και εξής (όταν δηλαδή εισέρχεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής του) γράφει και τα πιο τολμηρά ηδονιστικά ποιήματά του.
Σε αυτή την όψιμη περίοδο η ηδονή, η παραφροσύνη, ο θάνατος, οι βασανιστικές τύψεις, η αίσθηση της αμαρτίας, τα ενοχικά σύνδρομα, η αυτοταπείνωση και η αυτοκαταστροφική υποταγή στην εξουσία του γυμνού γυναικείου σώματος, ο φετιχισμός του γυναικείου ποδιού, το πιοτό, το χασίς, και οι εμβληματικές προσωποποιήσεις και μεταφορές όπως η κακή φωτιά, η κακή νύχτα, ή η δίψα του ακάθαρτου φιλιού, ορίζουν μια σκοτεινή ερωτική παραμεθόριο, εφαπτόμενη με την μπωντλαιρική περιοχή του κακού, μοναδική στη νεοελληνική ποίηση.