Λευκωπά σύννεφα μια έκρυβαν και μια φανέρωναν τον θαμπό ήλιο. Το μικρό καράβι έπλεε "εις τον μέγαν και απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασσοπλήκτους βράχους, δια να φωτίσει και αγιάσει τα αφώτιστα κύματα". Ο Φώτης μαζί με τους άλλους κολυμβητές προετοιμαζόταν στην ακτή για τη βουτιά του. Έκανε τον σταυρό του και βούτηξε τα πόδια του στο ακροθαλάσσι. Έκανε κρύο, αυτή ήταν η αλήθεια. Ξαφνικά όμως του ήρθε μια παράξενη ορμή και μάλωσε -από μέσα του- το κρύο νερό σαν να ήταν ζωντανός άνθρωπος: "Άκου να δεις! Εγώ θα κολυμπήσω και θα πάω στον σταυρό, ό, τι και αν λες εσύ! Είτε τον πιάσω τελικά είτε δεν τον πιάσω, θα πάω στον σταυρό". Και ένιωσε σαν να ντράπηκε από τη μεριά του το νερό και σαν να ανέβασε λίγο τη θερμοκρασία του, σαν να ζεστάθηκε. Λες αυτό να εννοούσε ο νονός Χρήστος, όταν έλεγε πως δεν βουτάει μόνο και μόνο για να πιάσει τον σταυρό;