Ήταν ένας ξανθός γαλανομάτης Εβραίος μπάτσος που προτιμούσε να παίζει πινγκ πονγκ απ' οτιδήποτε άλλο. Από τότε που έχασε το αφεντικό του ένιωσε χαμένος. Του φόρτωναν ανόητες υποθέσεις, όπως να τρέξει στο Μεξικό να περιμαζέψει την κόρη ενός αιμομίκτη παραγωγού πορνοφίλμ αλλά ταυτόχρονα χρηματοδότη καλλιτεχνικών θεατρικών εκδηλώσεων Πίντερ και Μπέκετ, θύμα ενός οργανωμένου δικτύου πορνείας λευκών κοριτσιών, οργανωμένου από τη συμμορία των Γκούζμαν, μιας οικογένειας άθλιων ξεμωραμένων Εβραιο-χριστιανών από το Περού, που περνούσαν το χρόνο τους τρώγοντας ζαχαρωτά. Τον βοηθούσε ένας μισοανάπηρος προστατευόμενός του πληροφοριοδότης με ορθοπεδικό παπούτσι. Την ώρα που αναζητούσε χαμένες κόρες, ένας τρελός Κινέζος με κόκκινη περούκα είχε ορκιστεί να τον σκοτώσει. Ο Γαλανομάτης κινιόταν μελαγχολικά ανάμεσα σε διάφορες γυναίκες, μια νεαρή πόρνη (που σύχναζε σ' ένα μπαρ ομοφυλόφιλων γυναικών και κοιμόταν με κακοποιούς αλλά και επιθεωρητές της αστυνομίας), την πρώην σύζυγό του, αλλά και μια Πορτορικανή κοπέλα του τμήματός του. Τον κυνηγούσε ο εφιάλτης της αυτοκτονίας των γονιών του σ' ένα φούρνο ζαχαροπλαστείου των Γκούζμαν και συναντούσε τον τρελαμένο θείο του σ' ένα γηροκομείο. Παρηγοριόταν παίζοντας πινγκ πονγκ και διάβαινε, με τον τρόπο ενός υπνοβάτη, τους δρόμους μιας μεγαλούπολης που είχε χάσει τον προσανατολισμό της, τραγική και μπουρλέσκα ταυτόχρονα. Και παντού, σε φόντο, η σκιά του Ισαάκ... "Ο Γαλανομάτης" (1975), δεύτερο μέρος της τετραλογίας του Ισαάκ Σαϊντέλ, μπορεί να διαβαστεί και μόνο του, ανεξαρτήτως σειράς.