Από το σύνολο του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, του οποίου πρωτεργάτης ήταν ο περιώνυμος ομομαθής Τριβωνιανός, με τους 33 συνεργάτες του, οι Πανδέκται (ή «ο Πανδέκτης») παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μέσω αυτών εν πολλοίς σώζεται η συγγραφική παραγωγή των κορφυφαίων Ρωμαίων νομομαθών. Αυτοί είναι οι πρώτοι που κατόρθωσαν να προσδώσουν συστηματικό-επιστημονικό χαρακτήρα στο δίκαιο. Δια των Πανδεκτών αρχίζει η μεγάλη νομική παράδοση, η οποία απετέλεσε το θεμέλιο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, τόσο στο νομοθετικό όσο και στο επιστημονικό πεδίο και ένα εκ των πυλώνων επί των οποίων οικοδομήθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Ακόμη και η σχολή του Φυσικού Δικαίου στηρίζεται στο ius naturae και στο ius gentium των Ρωμαίων.
Το δίκαιο των Πανδεκτών επηρέασε αποφασιστικά το σύνολο σχεδόν των μετέπειτα ευρωπαϊκών δικαίων. Ειδικά στη Δύση, σε πολλά κράτη αποτέλεσε ισχύον δίκαιο, ιδίως στη Γερμανία, όπου μέχρι την εισαγωγή του Αστικού της Κώδικα το 1900 ήταν το κυρίως εφαρμοστέο δίκαιο.
Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα το Δίκαιο των Πανδεκτών ήταν η βάση για την σύνταξη ολόκληρων τμημάτων του Γερμανικού Αστικού Κώδικα, ιδίως των Γενικών Αρχών και του Ενοχικού Δικαίου, Γενικού και Ειδικού, και εν πολλοίς και των άλλων κλάδων του Αστικού Δικαίου. Από τον Γερμανικό Αστικό Κώδικα έχει κατά το πλείστον εμπνευσθεί και ο δικός μας, η σύνταξη του οποίου ολοκληρώθηκε το 1940 και ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από το 1946. Ο Αστικός μας Κώδικας, ειρήσθω εν παρόδω, εφαρμοζόταν από το 1941 από τα Μικτά Δικαστήρια της Αιγύπτου. Στα ίδια ακριβώς πλαίσια στηρίχθηκε και ο βραχύβιος «Ελληνικός Αστικός Κώδιξ» του 1945. Αυτός και ο εν ισχύ «Αστικός Κώδιξ» αποτελούν, εξ όσων γνωρίζω, παγκόσμιο φαινόμενο, νομοθετικής, αν μη τι άλλο, υπερπαραγωγής.