Κρύβοµαι στον κήπο µου και κοιτάζω τις κορυφές των δέντρων — πόσο ψηλά φτάνουν πια. Θα ’ρθει µια µέρα ίσως που θα γίνει «εθνικός»; Μακάρι. Αλλά εγώ πού θα είµαι; Γιατί σε ένα έθνος δεν µπορούν να χωρέσουν όλοι όσοι το αγάπησαν;
1837, Πειραιάς. Ο εικοσιδυάχρονος βασιλιάς Όθωνας επιστρέφει στη χώρα νιόπαντρος. Η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας λέγεται Αµαλία και είναι µια δεκαεννιάχρονη Γερµανίδα δούκισσα. Μοναδικό της χρέος και αποστολή, να φέρει στον κόσµο έναν διάδοχο.
Η Αµαλία τα κάνει όλα µε πάθος και πείσµα. Αγαπά τον άντρα της, την Ελλάδα και τον παράξενο στα µάτια της λαό της. Εξοικειώνεται µε πολλά βιώνοντας τις εντυπωσιακές αντιφάσεις µιας χώρας που ψάχνει την ταυτότητά της, αλλά υπάρχουν και πράγµατα που δε θα τα καταλάβει ποτέ. Γνωρίζει από κοντά τους µικρούς και µεγάλους πρωταγωνιστές του Αγώνα και της πολιτικής του 19ου αιώνα και αναµειγνύεται ενεργά στη διοίκηση του νέου κράτους. Αντέχει σωµατικά βασανιστήρια για την ατεκνία της και αντιστέκεται στις προσβολές, αντιστέκεται όµως και στα συναρπαστικά νέα ρεύµατα δηµοκρατίας που φυσούν ολόγυρά της. Καταφύγιό της, το µοναδικό πράγµα που µεγάλωσε µε τα χέρια της, ο κήπος της, που έµελλε να γίνει µια µέρα εθνικός.