«Χρόνια ολόκληρα, η Λουίζ έψαχνε επίμονα τη θέση της χωρίς ποτέ να τη βρει. Χαμένη σ' έναν κόσμο που δεν τον καταλάβαινε, γραπώθηκε απελπισμένα από την πρώτη τυχούσα γυναίκα, και αυτή κατέληξε να τής τη φέρει. Μόνη, σκλήραινε μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, όπου μάταια προσπαθούσε να μάθει τους κανόνες του παιχνιδιού. Μάλλον δεν γνώριζε τίποτα για τον πατέρα της. Από μικρή, ήδη, θα έπρεπε να αναρωτιέται γιατί η μητέρα της δεν ήταν σαν τις άλλες, γιατί οι δυό τους ζούσαν διαφορετικά απ' τους γείτονες. [...]
-Είναι όμορφη, συμφωνείτε;
Δεν ήταν η λέξη που έψαχνεο Μαιγκρέ, ούτε αυτή που αντιστοιχούσε ακριβώς στην πραγματικότητα. Η κοπέλα, σίγουρα, ήταν όμορφη, όμως υπήρχε κάτι παραπάνω, που ήταν δύσκολο να το προσδιορίσει. Ο φωτογράφος είχε καταφέρει να δώσει ζωή σ'αυτά τα μάτια που έμοιαζαν να κάνουν μία ερώτηση που παρέμενε όμως αναπάντητη.
Σε δύο εκτυπώσεις φορούσε το μαύρο της φόρεμα· σε μία άλλη το καφέ καρώ παλτό· και στην τελευταία ήταν με το βραδινό. Τη φανταζόσουν στους δρόμους του Παρισιού, όπου υπήρχαν τόσες κοπέλες σαν την ίδια, να στριμώχνεται ανάμεσα στο πλήθος, να σταματάει για να χαζέψει λίγο τις βιτρίνες και να συνεχίζει το δρόμο της για ένας Θεός ξέρει πού.
Είχε κάποτε έναν πατέρα, μία μητέρα, αργότερα, στο σχολείο, συμμαθήτριες. Στη συνέχεια, κάποιοι άνθρωποι τη γνώρισαν νεαρή κοπέλα, γυναίκες, άνδρες. Τους είχε μιλήσει. Τη φώναζαν με το όνομά της. Όμως, τώρα ήταν νεκρή, κανείς δεν φαινόταν να τη θυμάται, κανείς δεν ανησυχούσε, ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.»
Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ επιχειρεί να ανασυνθέσει τις τελευταίες μέρες και ώρες στη ζωή μιας κοπέλας που βρέθηκε νεκρή μια νύχτα στους δρόμους του Παρισιού. Προσπαθεί να μπει στη θέση της και να φανταστεί τι σκέψεις και τις πράξεις της. Τον ενδιαφέρει ο χαρακτήρας του θύματος, ψάχνει να γνωρίσει και να καταλάβει την κοπέλα, θέτοντας ερωτήματα σε όσους τη συνάντησαν. Το ενδιαφέρον του Μαιγκρέ για το θύμα τον οδηγεί σε μια συναισθηματική ταύτιση μαζί του. Μια από τις δυνατότερες ιστορίες του Σιμε