Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων στη δύση της ζωής τους αποφασίζουν να κρυοσυντηρήσουν μετά θάνατον τα κορμιά τους με την ελπίδα να καταφέρουν κάποτε να επανέλθουν στη ζωή. Προς την επίτευξη του σκοπού τους αυτού μπαίνουν σε έναν αγώνα εξαντλητικής οικονομίας, στερούμενοι ακόμη και τα στοιχειώδη, ώστε να προλάβουν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό για την κρυοσυντήρησή τους. Όλη τους η ζωή αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από τον τρόπο που θα κατακτήσουν την επόμενη. Όλη τους η ενέργεια, η σκέψη, η ίδια τους η σχέση αναλώνονται σε αυτό το πλάνο.
Παράλληλα, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, που πέθανε από μια σπάνια ασθένεια και κρυοσυντηρήθηκε για χρόνια, ξυπνάει μέσα σε ένα δαιδαλώδες κτίριο όπου διάφοροι άντρες, μιλώντας μια παράξενη γλώσσα, της απευθύνουν παράξενα ερωτήματα. Το κορίτσι, εγκλωβισμένο, προσπαθεί να καταλάβει πού βρίσκεται.
Πότε πεθαίνει ένας άνθρωπος; Ως τι εξακολουθεί να ζει αν χάσει τη μνήμη και την προσωπικότητά του; Κατά πόσο η γλώσσα ενυπάρχει σε όλα και κατά πόσο εμείς μέσα της; Πώς βρίσκει κανείς τη θέση του σε έναν κόσμο που συνεχώς ρέει; Υπάρχει άραγε κάποιο φωτεινό σημάδι στον ουρανό που να οδηγεί τα βήματά μας;
Ένα βιβλίο που ψηλαφεί τη σχέση του εγώ με τον τόπο και τον χρόνο και αναδεικνύει τη μνήμη ως μοναδικό όπλο άμυνας απέναντι στην τρωτότητά μας. Ένα βιβλίο για το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι και τανάπαλιν. Για αυτό το μάταιο, συνεχές –και κατ’ ουσίαν απερίγραπτο– πηγαινέλα μας.