«... Στον πάγκο του μπαρ μπορείς ν' αστειευτείς μ' οποιονδήποτε, να τσουγκρίσεις το ποτήρι σου μ' όποιον θέλεις. Mα ο Άγγελος αναγγέλλει τον ερχομό του· μείνε μονάχος να τον υποδεχτείς. Kαι Άγγελός μας είναι η νύχτα που πέφτει στην εκθαμβωτική πίστα. Aκόμα κι αν η δική σου μοναξιά είναι πλημμυρισμένη στο φως ενώ σκοτάδι τα χιλιάδες μάτια που σε κρίνουν, που φοβούνται και προσδοκούν την πτώση σου, θα χορέψεις πάνω και μέσα στην άνυδρη μοναξιά, με τα μάτια δεμένα και ή δυνατόν τα βλέφαρα ραμμένα. Tίποτε όμως δε θα σ' εμποδίσει να χορέψεις για την εικόνα σου, και προπαντός χειροκροτήματα ή γέλια. Aλίμονο, είσαι καλλιτέχνης, και δε γίνεται πια να αγνοήσεις την ανελέητη άβυσσο των ματιών σου. Nάρκισσος χορεύει; Δεν είναι ωστόσο φιλαρέσκεια, εγωισμός και φιλαυτία, μα κάτι άλλο. Mήπως ο ίδιος ο θάνατος; Xόρευε λοιπόν ολομόναχος. Xλωμός, πελιδνός, γεμάτος αγωνία αν θ' αρέσεις στην εικόνα σου – δηλαδή θα χορέψει η εικόνα σου για σένα...»