"Ο σοβαρότατος κύριος Ερνέστος" είναι ίσως το γνωστότερο, μάλλο το πιο πνευματώδες και σίγουρα το τελευταίο θεατρικό έργο του Ουάιλδ. Ο Μπέρναρντ Σω είχε δηλώσει για τη συγκεκριμένη κωμωδία ότι τον διασκέδασε, μα δε μπόρεσε να τον συγκινήσει, καθώς ήταν "έργο που δεν διέθετε συναίσθημα". Ο Μπέρναρντ Σω είχε δίκιο και δεν είχε δίκιο, όπως συμβαίνει πάντα με τις σωστές εκτιμήσεις.
Ήδη με το άνοιγμα της αυλαίας, όταν ο ατάραχος υπηρέτης Λέην εξηγεί ότι είχε κάνει κάποτε έναν γάμο, ο Άλτζερνον Μονκρίφ αρχίζει να προβληματίζεται για την "χρησιμότητα των κατωτέρων στρωμάτων" και τον ρόλο τους στην ηθική καθοδήγηση της κοινωνίας! Ταυτόχρονα, το έργο αρχίζει να αποκαλύπτει τις προθέσεις του. Ναι, είναι έργο που αντί των συναισθηματικών διακυμάνσεων προτιμά την ευφυή ειρωνεία· αντί του πάθους (κι ας δηλώνει η Γκουέντολιν ότι αγαπά "passionately" τον ήρωα) προτιμά τα επιχειρήματα (τα οποία "έχουν πάντα κάτι το χυδαίο και πολύ συχνά πειστικό", κατά την λαίδη Μπράκνελ)· κι αντί των παράφορων ερώτων προτιμά τις παραδοξολογίες.
Αλλά οι τόσο αντιπροσωπευτικές παραδοξολογίες του Ουάιλδ δεν συνιστούν, απλά και μόνο, παιχνίδια λογικών ανακολουθιών. Τα φαρσικά επεισόδια εκδύουν τους χαρακτήρες από τα κοινωνικά τους προσωπεία, ανάγουν την ευγλωττία τους σε μέσο κάλυψης μιας κρυφής ζωής και ξεσκεπάζουν τους κώδικες κάθε κίβδηλα αριστοκρατικής ευπρέπεια. Ακόμη κι από εκείνον τον αδέκαστο τιμητή και δρακόντειο φύλακα της άμεμπτης ηθικής, της αδιασάλευτης τάξης και του απαρέγκλιτα καλού γούστου -την λαίδη Μπράνκελ- ξεφεύγει, λίγο πριν το τέλος, ότι είναι μια νεόπλουτη που έκανε το παν για να παντρευτεί τον λόρδο, ενώ δεν είχε δεκάρα ως τότε. Με άλλα λόγια, το έργο λειτουργεί ως χειμαρρώδης κατάρρευση προφάσεων, στο τέλος της οποίας όλοι οι ήρωες αποδεικνύονται στυγνοί υποκριτές.
[...] (Πέτρος Μαρτινίδης)