Σταμάτησε στο πλάτωμα, στην κορφή του λόφου, κι άκουσετο πέλαγο να μουγκρίζει σα θεριό ανήμερο. Βγήκε με βιάση απ’τ’ αμάξι και στάθηκε στο ξάγναντο ατενίζοντας εκστατική τακύματα, που κοπανούσαν με λύσσα τα βράχια κι έσκαζαν μεπάταγο στ’ ακρογιάλια, κατακλύζοντας τις αμμουδιές. Ένιωσεέναν πρωτόγνωρο φόβο να της παγώνει την καρδιά. [...]Η θάλασσα, που στο μεταξύ είχε σκαρφαλώσει ως το επίπεδοτου ισιώματος, την άγγιξε απαλά στα δάχτυλα των ποδιών, στουςαστραγάλους, στις γάμπες, εισχώρησε ανάμεσα στους μηρούς,στον κόλπο της, όπως στριμώχνεται στους στενούς μυχούς τηςστεριάς, εκεί που χτυπιέται στους πέτρινους όχτους, τους γλύφει,τους αρμέγει και μετά υποχωρεί αποκαλύπτοντάς τους γυμνούςως το βυθό και πέφτει ξανά πάνω τους, μέχρις ότου αφροί ναστολίσουν το σώμα της σαν λευκά άνθη.Η Ιρίνα ξεγυμνώθηκε κι αισθάνθηκε ανάλαφρους κυματισμούςνα πάλλονται και να εξερευνούν κάθε πτυχή μέσα της. Αναθυ-μήθηκε τη μέρα της γέννησής της, που κολυμπούσε στα νερά κιασφυκτιούσε κι ήθελε να βγει ν’ ανασάνει αέρα