-Παππού. . . Ο παππούς Αχιλλέας γύρισε χαμογελώντας, γιατί ήξερε ποιος τον φώναξε. -Ναι, Ηρίδο μου, τι κάνεις; Ήταν ο εγγονός του ο Ηριδανός, που τον φώναζαν χαϊδευτικά Ηρίδο. . . Αγκάλιασε τον εγγονό του και τον φίλησε, κι εκείνος έκανε το ίδιο. Ο παππούς νόμισε πως αυτό ήταν, ο εγγονός του ήθελε μόνο να του πει "καλημέρα", αλλά. . . -Παππού. . ., μπορείς σε παρακαλώ, να μου εξηγήσεις κάποια πράγματα. . ., να έρθω στο σπίτι σου το απόγευμα; -Αφού τελειώσεις τα μαθήματά σου, όμως, έτσι; -Ναι, παππού, φυσικά. [. . .] Στο τηλέφωνο: -Παππού. . . -Ναι, Ηρίδο μου. -Να ανέβω τώρα για λίγο; -Να ανέβεις! Ο Ηριδανός έχει λίγο βαριά φωνή, του προσδίδει κύρος και σοβαρότητα, χωρίς να αφαιρεί από παιδικότητα. Ανέβηκε, τον φίλησε ο παππούς, κι ο Ηριδανός τον αγκάλιασε και κόλλησε πάνω του. -Παππού . . .δυσκολεύομαι να σου πω. Έτριβε τον πισινό του στον καναπέ. . .και, αφού ζορίστηκε κάμποσο: -Θέλω να σου πω ότι η δασκάλα μου μας είπε πως είμαι μετανάστης. Ο παππούς Αχιλλέας έπαθε σοκ - ανακατεύτηκε μέσα του, "άφεριμ", σκέφτηκε, "δασκάλα να σου πετύχει!". -Δε μου λες, Ηρίδο μου, πως σας το είπε; Μήπως ήθελε να πει. . . -Να, μας είπε ότι εμείς οι μετανάστες πρέπει να διαβάζουμε περισσότερο. . . -Και είπε και τα ονόματά σας; -Ναι, είπε, ο Γιάννης, ο Νούντι, ο Αχμέτ και ο Νάμπα. -Εσένα, το άλλο όνομά σου, το Νάμπα, πως το ήξερε; -Εγώ της το είχα πει. Ότι έχω και αυτό το όνομα, κι εκείνη δε με λέει Ηριδανό, με λέει Νάμπα. Τι να κάνει τώρα ο παππούς Αχιλλέας μ' αυτή την δασκάλα, να την καταγγείλει; Πρώτα όμως δεν πρέπει να αφήσει το παιδί να στεναχωριέται. -Και θέλεις . . .πως θέλεις να σε λέω εγώ; -Εσύ, παππού, να με λες όπως θέλεις γιατί είσαι καλός παππούς. -Ηρίδο μου, θέλεις να σου πω τι είναι ο μετανάστης; -Ναι, αυτό. [. . .](Από την έκδοση)