Η Μ Ε Ρ Α Π Ρ Ω Τ Η
Ώσπου απ’ τα μετόπισθεν των ασυνόδευτων νεκρών
– σαν αχνοχάραμα γραφής που αργοσαλεύει στα κτερίσματα –
κύκλοι ομόκεντροι σχημάτισαν αργά
μια προσομοίωση χώματος
όπως αλεύρι ολικής για την υγεία των ψυχών.
[Χρωστούσαμε μία χουφτίτσα απ’ την επάνω γη
που δεν τη ρίξαμε ποτέ στο κατευόδιό τους.]
Η Μ Ε Ρ Α Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η
Βαρύθυμα η αλεπού διέσχισε τη γυάλινη οθόνη της
γυρεύοντας τα βήματα των γνώριμων φωνών
που θα την έβγαζαν απ’ την κρυψώνα.
Μια ηλιαχτίδα η εξημέρωση και τρεμοπαίζει άφοβα
πάνω από διατάγματα και κοφτερά ψαλίδια.
Αφήνει δώρα φτερωτά κι αγγίγματα
περιστεριού και κιτροσουσουράδας, είπε
κι ευθύς σαν ντόμινο κατέρρευσαν ξοπίσω της
τα megapixel της αφής
στοιβάζοντας σε άμορφη μάζα άτακτη
την άυλη παρέλαση των «φίλων».
Θρύψαλα το γλυκό του κουταλιού
μαζί με το βαζάκι του
μες στα σιρόπια της αιμορραγεί η γλώσσα.
Κι όμως δεν θραύεται το πρόσωπο.
Η Μ Ε Ρ Α Τ Ρ Ι Τ Η
Τα μεγάφωνα έξω ειδοποιούν:
Να επιταχθούν οι ζέφυροι
να μοιραστούν ισομερώς
σε κλινικές και σε νοσοκομεία.
Ήσυχη διαβαίνει τώρα η αλεπού
στις λεωφόρους των πόλεων.
Βρέφη και νεοσσοί αναπνοών τη συνοδεύουν
στη θριαμβευτική της είσοδο
στη μόνη αδιαπραγμάτευτη περιοχή της υφηλίου
την άδεια αγκαλιά.