Στη γειτονιά, στο Σάουθ Μπεντ της Ιντιάνα, τον Μπίλλυ Μόρροου τον φώναζαν Ντουντς. Η ιστορία του Ντουντς αρχίζει από τότε που οι γονείς του ήρθαν από την Ελλάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες για να δουλέψουν στην αυτοκινητοβιομηχανία Στουντεμπέικερ, όταν το Σάουθ Μπεντ ήταν γεμάτο εργοστάσια. Και συνεχίζεται με την τζαζ του Γουές Μοντγκόμερυ, με παλιά αυτοκίνητα και με βιβλία για τους Ινδιάνους, τους χρυσοθήρες και τον απέραντο ουρανό της Δύσης. Ο Ντουντς μεγαλώνει δίπλα στον φίλο του τον Τόνυ –που παίζει με τράπουλες και με πιστόλια– και στον ξάδερφό του τον Τέλη – που θέλει να γίνει επιχειρηματίας. Μαζί ξενυχτάνε στα επαρχιακά χορευτικά κέντρα, διανύουν τους αυτοκινητοδρόμους που οδηγούν στην Ιντιανάπολη, στο Σικάγο και στους αγώνες των «φτιαγμένων» αυτοκινήτων. Ο Μπίλλυ, ο Τόνυ κι ο Τέλης περιμένουν να συμβεί το μέλλον· κι όταν συμβαίνει, είναι απροετοίμαστοι – ο καθένας με τον τρόπο του· κανείς δεν μπορεί να τους βοηθήσει. Όταν ο Ντουντς γνωρίζει τη Λουτσία, ο κόσμος φωτίζεται ξαφνικά· γίνεται ένα μέρος θεσπέσιο: οι δυο τους ταξιδεύουν προς την Καλιφόρνια αναζητώντας τον ήλιο και τον ωκεανό. Στον δρόμο τούς περιμένουν η λύπη, η αρρώστια και ο θάνατος: ένα κακό αστέρι τούς ακολουθεί· ο απέραντος, προστατευτικός ουρανός που αναζητεί ο Μπίλλυ απομακρύνεται μαζί με τον ορίζοντα.