- Πέρασε το υπόλοιπο πρωινό της στο γουναράδικο της οικογένειας. Μόλις έκλεισαν το μαγαζί, έτρεξε στο σπίτι τους, ένα ξύλινο, τριώροφο, απ' τα πιο εντυπωσιακά της γειτονιάς. Έφαγε στα γρήγορα, άλλαξε ρούχα, βάφτηκε ελαφρά και βγήκε για να πάρει το τραμ.
- Ήταν ακόμα σκοτάδι όταν κατηφόρισα την Πλατεία Κουμουνδούρου. Εκεί μέσα στην ατυχία μου είδα ένα σωσία. Ένα τρίκυκλο, σταμάτησε σ' ένα ξεχειλισμένο κάδο σκουπιδιών.
- Ο Αλέξανδρος ακούμπησε τη βαλίτσα του στο πάτωμα κι αναστέναξε. Ήταν κατάκοπος. Χάιδεψε το σακάκι του, στο ύψος της εσωτερικής τσέπης, κι άγγιξε πάνω απ' το ύφασμα το κουτάκι με το δαχτυλίδι.
- Ο Νίκος γερμένος, στην ξύλινη καρέκλα, γύριζε στο χέρι του το ποτήρι με το μπρούσκο. Το βλέμμα του καρφώθηκε στην τηλεόραση, απέναντί του, κρεμασμένη πάνω απ' το μεγάλο παράθυρο με τ' ασπροκόκκινα, καρό κουρτινάκια. Τα μάτια του σκοτείνιασαν.
- Κάτω απ' τα σεντόνια, αναπνέω τις ίδιες ανάσες που έβγαλα πριν με δυσκολία. Φοβάμαι να βγω. Κουνάω το σώμα μου για να νιώσω ότι είναι πάλι εκεί αλλά δεν μου φτάνει. Νιώθω το σώμα με το μυαλό δύο χωριστά πράγματα και πνίγομαι.
- Απαρηγόρητος ο Βίκτορ Μιχάλεβιτς, εκείνη την ηλιόλουστη Κυριακή του οριστικού εκτοπισμού του από τους δρόμους της Ρίγας, έφτιαξε μια κούπα κβας αρωματισμένη με βατόμουρο και μέντα.
- Αμέσως μετά η γη κινήθηκε οριζόντια και σπίτια κι άνθρωποι πήγαν κι ήρθαν. Κόσμος χτύπαγε πάνω σε τοίχους, τοίχοι πάνω σε κόσμο, τα ψηλά κτήρια κουνιόνταν σαν τα κυπαρίσσια στον άνεμο.
- "Θόδωρε! Πάλι άφησες τις αρβύλες στο σαλόνι! Δεν αντέχω αυτήν τη μυρωδιά. Πόσες φορές να στο πω; Τόσα χρόνια στο μέτωπο και όποτε έρχεσαι μου χαλάς την ηρεμία μου. Τι μουρμουράς και δεν σ' ακούω.