Η πραγματεία του Ιερού Χρυσοστόμου "Περί Ιερωσύνης", εκτεινομένη εις εξ λόγους και φερομένη υπό τύπον διαλόγου αυτού προς τον φίλον του Βασίλειον, αποτελεί το λαμπρότερον εγχειρίδιον ποιμαντικής και απετέλεσε πηγήν εμπνεύσεως άλλων συγγραφέων. Εις το έργον του ο Ιωάννης διηγείται ότι προς κάλυψιν κενών θέσεων αυτός και ο φίλος του Βασίλειος, του οποίου την ταυτότητα δεν είναι εύκολον να προσδιορίσωμεν, εξελέγησαν κληρικοί. Εις τα χειρόγραφα, τα οποία διατηρούν το έργον, εναλλάσσεται το αξίωμα εις το οποίον εξελέγησαν· ιερεύς ή επίσκοπος, και τούτο έχει κάποιαν σημασίαν δια τον χαρακτήρα του έργου. Οπωσδήποτε, η εκλογή εφάνη γενικώς παράδοξος, διότι οι δύο φίλοι ήσαν ακόμη αδόκιμοι νεανίαι και μόλις είχον περιμαζεύσει τας οφρύς των. Ο Ιωάννης άφησε τον Βασίλειον να εννοήση ότι, αν οι εκλέκτορες επέμενον και τον εξεβίαζον, θα υπεχώρει, ούτε δε ο Βασίλειος εδέχθη εκβιαζόμενος την χειροτονίαν, ενώ ο Ιωάννης εις το τέλος εκρύβη. Απολογούμενος δε διαλογικώς προς τον παραπονούμενον φίλον, ισχυρίζεται ότι η εύκαιρος απάτη, η αποβλέπουσα εις το καλόν του συνόλου και μη βλάπτουσα κανένα, είναι επιτρεπτή, και ως λόγον της ιδικής του αρνήσεως φέρει την αδυναμίαν του να αντεπεξέλθη εις τα δυσβάστακτα καθήκοντα της ιερωσύνης.
[...]
(Παναγ. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Δ΄, Περίοδος Θεολογικής ακμής, Δ΄ και Ε΄ αιώνες, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 255-257).