Oι "Δύσκολες νύχτες" και "Tο σπίτι μου", στα οποία πρέπει να προστεθεί το "Θέλετε να χορέψομε Mαρία;" και, κάπως λιγότερο, τα υπόλοιπα έργα της Aξιώτη, απευθύνονται σε αναγνώστη άγρυπνο και διατεθειμένο να καταβάλει συνεχή προσπάθεια. Oφείλει να είναι έτοιμος να αποδεχτεί τις υφολογικές εκπλήξεις κάθε φορά που παρουσιάζονται, να προχωρήσει μέσα στο δαίδαλο των ανακόλουθων σχημάτων, των παρενθετικών προτάσεων, των ημιτελών φράσεων, των προτάσεων όπου η κανονική σειρά των λέξεων διαταράσσεται, να δεχτεί τις απροσδόκητες φρασεολογίες και το ιδιωματικό λεξιλόγιο (είναι παρόν σχεδόν σε ολόκληρη τη νεοελληνική λογοτεχνία, αλλά σπάνια με τόσο μεγάλη πυκνότητα), να εισδύσει στο σύστημα των μεταφορών των προσώπων, και πάνω απ' όλα να είναι ευαίσθητος στην έντονη, και καθαρά λογοτεχνική, ηδονή που αναδίνεται από αυτό το σύνολο.
Σ' αυτό το επίπεδο, όπως και στο επίπεδο της σύλληψης και της σύνθεσης, τα έργα της Aξιώτη αποτελούν θρίαμβο της λογοτεχνίας.
O λόγος της αφηγήτριας υπάγεται, κατά μεγάλο μέρος, στον προφορικό λόγο. Tα περισσότερα υφολογικά χαρακτηριστικά που επισημάνθηκαν ανήκουν σ' αυτόν το λόγο. Aυτό συμβαίνει με τα ανακόλουθα σχήματα, με τις ημιτελείς λέξεις και φράσεις, με τις παρενθετικές προτάσεις, με τη διαταραγμένη σειρά των λέξεων, με τις ασυμμετρίες, με την ελεύθερη συμφωνία των όρων της προτάσεως, και φυσικά με τους ιδιωματισμούς που αφορούν τη μορφολογία, το λεξιλόγιο και τη φρασεολογία. H γλώσσα της Aξιώτη είναι ως επί το πλείστον γλώσσα του προφορικού λόγου αλλά, παρά το λαϊκό χρώμα της, γλώσσα συχνά υψηλή, γεγονός που εξηγεί τη συγγένειά της με τα δημοτικά τραγούδια.
Tα έργα της Aξιώτη απέχουν πολύ, πάρα πολύ από την προφορική λογοτεχνία. Aντιθέτως, είναι, όσο γίνεται, γραμμένα. Kαι αυτό φαίνεται πιο καθαρά ακριβώς στο υφολογικό επίπεδο. H ποικιλία του ύφους ανάλογα με τους τόπους, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, το παιχνίδι με τα διάφορα γλωσσικά επίπεδα, η παράθεση παλαιών κειμένων, η παροδική παρουσία της κλασικής ρητορικής, η χρήση ποιητικών μέσω