Με τη Μαριγούλα Μαστρολέων γνωριστήκαμε στη Χίο -εξόριστη αυτή όπως κι εγώ- τον Αύγουστο του 1948.
Τα ράντζα μας έτυχε να είναι το ένα δίπλα στο άλλο, όταν μας μάντρωσαν στις αποθήκες, εμάς τις εκατό επικίνδυνες, όπως μας λέγανε.
Πόσα έμαθα αλήθεια απ' τη Μαριγούλα για τη ζωή της στο Χατζηκυριάκειο. Για τους ανθρώπους της γειτονιάς, για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, για το ρεμπέτικο τραγούδι που άκουγε από μικρή, και πολλά άλλα.
Η Μαριγούλα ήταν ένας τύπος αλέγρος, αεικίνητη, με στεντόρεια φωνή και πάντα κεφάτη. Που έβρισκε το κουράγιο να ξεσηκώνει το στρατόπεδο με τα καλαμπούρια, με τη σάτιρα της ζωής του στρατοπέδου, τα αστεία, τις παροιμίες και τις γητειές, ως και με τους δωδεκανησιακούς χορούς, που χόρευε θαυμάσια; Αυτή που ήταν αποκομμένη από τους δικούς της και δεν είχε πάρει ποτέ ούτε ένα μικρό δέμα από συγγενή ή φιλικό πρόσωπο - το δέμα εκείνη την εποχή ήταν ό, τι μας συνέδεε με τους δικούς μας, χαρίζοντάς μας τη ζεστασιά που τόσο μας έλειπε. [...]
(από το Σημείωμα της Έλλης Νικολαΐδη)