Δεν άντεξα να ακούω άλλο! Εμφανίστηκα αθόρυβα στο κεφαλόσκαλο της αποθήκης. Τα μάτια μου αντίκρισαν τον πατέρα μου, να έχει αρπάξει τη μάνα μου από τα ρούχα και να τη χαστουκίζει. Ίσως την είχε κοπανήσει και πάνω στο ξύλο της ραπτομηχανής. Εκείνη με σηκωμένα χέρια προσπαθούσε να προστατευθεί ανάμεσα στα αναφιλητά της. «Μη… σε παρακαλώ Μάνο μου… σε παρακαλώ!». Μέσα μου άρχισε να βράζει θαρρείς ο Βεζούβιος. Καυτή λάβα έπνιξε το στομάχι μου κι ανέβαινε αργά προς το στήθος μου. Όλος ο μαζεμένος θυμός, έγινε μια πύρινη μπάλα που στριφογύριζε με ταχύτητα στα σπλάχνα μου, σαν τη σπείρα του Αρχιμήδη. Σκοτεινιά…».