Η διαβούλευση και ο εξευρωπαϊσμός προτάσσονται ως βασικές θέσεις στον προγραμματικό λόγο των πολιτικών κομμάτων υποδηλώνοντας την παραδοχή για το θετικό περιεχόμενό τους. Η εργασία πρόκειται να προσεγγίσει κριτικά τις παραδοχές αυτές, υποστηρίζοντας ότι η διαβούλευση και ο εξευρωπαϊσμός δεν έχουν αποκλειστικά θετικό πρόσημο. Ο τρόπος διαχείρισής τους ενδέχεται να οδηγήσει και σε μη αναμενόμενα αποτελέσματα. Συναίνεση, αλλά και αμφισβήτηση, αποτελούν δύο θεμιτές όψεις της διαβούλευσης. Εκσυγχρονισμός, αλλά και κρίσεις νομιμοποίησης, αποτελούν δύο εξ ίσου πιθανά αποτελέσματα του εξευρωπαϊσμού. Θα υποστηριχθεί ότι διαβούλευση και εξευρωπαϊσμός αποτελούν συμπληρωματικές διαδικασίες με γνώμονα τη διασφάλιση όρων δημοκρατικής συμμετοχής και ελέγχου σε ένα σύνθετο πλέγμα θεσμών και διαδικασιών λήψης αποφάσεων, όπως αυτό που διαμορφώνεται κατά την εξέλιξη μορφών περιφερειακού συντονισμού των πολιτικών στην Ευρώπη. Τα επιχειρήματα της εργασίας αναπτύσσονται με αναφορά αφ' ενός, σε ένα σαφές κανονιστικό πλαίσιο για τους θεσμούς και τις προϋποθέσεις της διαβούλευσης και αφ' ετέρου, στην ανάλυση της περίπτωσης των νομοθετικών πρωτοβουλιών για τις αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση της περιόδου 2004-2007, ως ένα τυπικό παράδειγμα της συμπληρωματικότητας των διαδικασιών εξευρωπαϊσμού και διαβούλευσης. Η εργασία συμβάλει σε τέσσερα πεδία ανάλυσης: στη θεωρία και την πρακτική της διαβούλευσης, στις ευρωπαϊκές σπουδές, στη θεωρία για την ιδιότητα του πολίτη και τη διακυβέρνηση και στις πολιτικές για την ανώτατη εκπαίδευση. Η ανάλυση οδηγεί σε ορισμένα πρωτότυπα και ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με την έκφραση "σιωπηλής" πολιτικής συναίνεσης, τους όρους υπό τους οποίους η αμφισβήτηση δημοκρατικής νομοθεσίας είναι θεμιτή, την αντιμετώπιση κρίσεων νομιμοποίησης μέσω της έγκαιρης σύζευξης των εθνικών και ενωσιακών θεσμικών ιδιαιτεροτήτων και τους τρόπους συμμετοχής των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.