«Μπορούμε βεβαίως να φανταστούμε ότι υπάρχουν πίνακες μέσα στη σάλα: πίνακες βαθείς, ονειρικοί, μέσα σε ήρεμα κάδρα. Ένας Τζορτζόνε ίσως, ή κάποιο βαθυπόρφυρο πορτρέτο ζωγραφισμένο κατά το πρότυπο του Τιτσιάνο, ίσως του Πάρις Μπορντόνε. Επίσης γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και λουλούδια. Μεγάλα, έκπληκτα λουλούδια που περνούν όλη την ημέρα μέσα σε βαθιά, δροσερά, χάλκινα βάζα και τραγουδούν αρώματα: αργόσχολα λουλούδια. Και αργόσχολοι άνθρωποι. Δυό, τρεις ή πέντε. Χωρίς σταματημό τεντώνεται το φως από την τεράστια εστία και αρχίζει να τους μετρά. Όμως κάνει πάντα λάθος». Το σαλόνι μιας ρωσίδας πριγκίπισσας, όπου ένας γερμανός ζωγράφος, ένας πολωνός εμιγκρές, ένας γάλλος κόμης και ένας βιεννέζος μποέμ συζητούν για τη ζωή και την τέχνη. Το σαλόνι ενός φτωχού φοιτητή που έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια για τον φίλο του και την αγαπημένη του. Το σαλόνι μιας ξεπερασμένης αριστοκράτισσας, που βγάζει από το μπαούλο το λευκό αλταζένιο της φόρεμα και το φορά για χάρη του γιού της. Τρία, αμετάφραστα ως σήμερα στα ελληνικά, διηγήματα του Ρίλκε. Τρεις ιστορίες, όπου η αλήθεια αποκαλύπτεται σιγά σιγά πίσω από τις λέξεις.