Καμιά φορά επιτρέπουμε στους ποιητές να πουν και καμιά κουβέντα παραπάνω. Και καλά κάνουμε. Έτσι έρχεται, νομίζω, η ζωή στα ίσα της και υποψιαζόμαστε τότε ότι έχουμε μπατάρει από την μεριά που υπάρχει φασαρία αλλά τραγούδια δεν ακούγονται.
Διότι ξένος, παντάξενος κι ολούθε ξένος, δεν είναι μόνο αυτός που στενεύεται, είναι κυρίως αυτός που δεν βρίσκει ανθρώπους να πουν ένα τραγούδι. Και φοβάται πάντοτε ο ξένος μην λησμονήσει τα λόγια των τραγουδιών, γι' αυτό και συνεχώς τα ψιθυρίζει και τα κάνει φυλαχτό της ερημίας του - σπανιότερα τα κάνει και βιβλίο αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα. Όπως άλλη κουβέντα είναι ότι όσα γλυκαντικά κι αν καταπιεί ο ξένος θα πικρίζουν κι οι μέρες κι οι νύχτες του.
"Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου τίποτα δεν είναι πιο πικρό". Λένε πως η νοσταλγία είναι ίδιον των ανθρώπων που γερνούν. Πιθανόν αλλά δεν με αφορά η διαπίστωση. Όχι επειδή νεάζω αλλά επειδή γρατζουνισμένα τα έχω τα γόνατα και κανένα -δόξα τω Θεώ- δεν μου λείπει. Μ' άλλα λόγια όσο κι αν μπαρμπερίζω το κεφάλι μου, τ' όνειρο μένει ακούρευτο σ' αυτές τις περιπτώσεις.