Μπαίνω στην αίθουσα, τραβάω κατευθείαν στη γωνιά μου, διπλώνομαι στα δυο και γλιστράω αμέσως κάτω απ’ το θρανίο. Τι
να ?χουμε πρώτη ώρα;
– Οδυσσέα; Πάλι τα ίδια; Βγες σε παρακαλώ!
Κλείνω τα μάτια μου. Η μπαλακλάβα μου θα με σώσει. Σκεπάζω και την τελευταία χαραμάδα. Εξαφανίζομαι. Δεν πάω πουθενά. Θα
μείνω εδώ.
– Οδυσσέα! Μίλησα! Βγες από το θρανίο, είπα. Είναι νύχτα. Η ίδια απόλυτη νύχτα της ζωής μου. Βυθίζομαι πάλι σ’ αυτήν και μ’ αρέσει. Εδώ, στο σκοτάδι μου, δεν βλέπω, δεν νιώθω, δεν θυμάμαι.
– Οδυσσέα! Βγες τώρα γιατί θα ειδοποιήσω τη διευθύντρια! Με τα χίλια ζόρια καταφέρνω να μη χτυπήσω καθώς ανασύρομαι
προς την καρέκλα μου. Σωριάζομαι πάνω της. Ορίστε! Μπορώ να έχω την ησυχία μου πια;
– Έτσι μπράβο. Και τώρα στο μάθημά μας. Από την έδρα μού ρίχνει ένα ακόμα βλέμμα. Χαμογελάει. Επειδή με νίκησε; Παίρνω ένα φύλλο χαρτί κι αρχίζω να ζωγραφίζω!
Σκέψου να είσαι 13 χρονών, να μη χωράς πουθενά και να καταφεύγεις σε μια ζωή αόρατη με κουκούλα και μπαλακλάβα.
Σκέψου να έχεις συμμαθητές που σε σπρώχνουν όλο και περισσότερο στο περιθώριο και να μην έχεις να στηριχτείς πουθενά.
Σκέψου μια δασκάλα που θέλει να σε στριμώξει σε κουτάκια και προσπαθώντας να σε αλλάξει να αλλάζει και η ίδια όταν αφουγκράζεται τον ήχο της σιωπής σου.
Σκέψου ξαφνικά και αναπάντεχα να βρεθείς να δουλεύεις στο εξωτερικό με τον απόντα για χρόνια πατέρα σου!
Υπάρχει άραγε ελπίδα καλύτερης ζωής για τον Όντι;
Και πώς βρίσκει κανείς την αληθινή του ταυτότητα και τη θέση του στον κόσμο;