Ο Τέοντορ Β. Αντόρνο, η πιο εμβληματική μορφή της λεγόμενης "Σχολής της Φρανκφούρτης", έχει σφραγίσει τη μελέτη του αυταρχισμού ήδη από την εποχή της δημοσίευσης του περίφημου συλλογικού ερευνητικού έργου που συντόνιζε (Η αυταρχική προσωπικότητα, 1950). Πολλά άλλωστε από τα κείμενα που, από τη δεκαετία του 1930, σημαδεύουν την ιστορία της "Κριτικής Θεωρίας" συνδέονται με ζητήματα ακραίας απόληξης μορφών εξουσίας και καθυπόταξης. Πολλά είναι επίσης τα ερευνητικά προγράμματα και οι μελέτες των μελών αυτής της σχολής που αναφέρονται στο φασιστικό δυναμικό και στον λόγο του, στα δημαγωγικά σχήματα που αξιοποιεί και στη διάχυσή του στην καθημερινότητα μέσω της πολιτιστικής βιομηχανίας. Οι σπουδαιότερες από αυτές τις μελέτες (υλοποιημένες στη Γερμανία και την Αμερική) φέρουν το όνομα του Αντόρνο.
Στη σταθερή ενασχόληση με τη θεματική αυτή, το ενδιαφέρον του Αντόρνο το κινητοποιούσε η έγνοια να μην επαναληφθεί το Άουσβιτς, να μην αφήσουμε ό,τι εκτρέφει τον φασισμό να αναζωογονηθεί. Η ενδυνάμωση μιας ακροδεξιάς που, βρίσκοντας αφορμές στον διαρκώς υφέρποντα αυταρχισμό, αποσαθρώνει δημοκρατικές διαδικασίες και δομές είναι η απειλή που διατηρείται στη μεταπολεμική Γερμανία - και επανέρχεται άλλωστε στη σημερινή Ευρώπη.
Έτσι, όταν ο Αντόρνο καλείται -ως ίνδαλμα των σοσιαλιστών φοιτητών που βρίσκονται ήδη σε αγωνιστική εγρήγορση έναν χρόνο πριν τον Μάη του '68- να μιλήσει για τη νέα ακροδεξιά στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, δεν είναι απλώς ένας κριτικά σκεπτόμενος διανοητής, ούτε μόνο ένας "ειδικός". Είναι η φωνή της δημοκρατικής αντίστασης.