Ο Rudolf Arnheim όταν έγραψε αυτό το βιβλίο, το 1969, ήταν καθηγητής της ψυχολογίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο Harvard και ήδη παγκοσμίως γνωστός για τις ψυχολογικές του μελέτες γύρω από τις μορφές και τις λειτουργίες της τέχνης· τα προηγούμενα του βιβλία έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Ιαπωνικά και άλλες γλώσσες. Ο νέος ισχυρισμός του, στην "Οπτική σκέψη", είναι προκλητικός και μεγάλης εμβέλειας. Υποστηρίζει ότι η σκέψη εξολοκλήρου (και όχι μόνο η σκέψη που σχετίζεται με την τέχνη ή άλλες οπτικές εμπειρίες) είναι κατά βάση αντιληπτικής φύσης -και ότι η αρχαία διχοτομία μεταξύ όρασης και σκέψης, μεταξύ αντίληψης και συλλογιστικής διαδικασίας, είναι εσφαλμένη και παραπλανητική. Δείχνει ότι ακόμη και οι θεμελιώδεις διαδικασίες της όρασης εμπλέκουν μηχανισμούς οι οποίοι είναι τυπικοί της συλλογιστικής διαδικασίας και περιγράφει την διαδικασία επίλυσης προβλημάτων στην τέχνη καθώς και τις εικονικές παραστάσεις στα μοντέλα σκέψης της επιστήμης. Πόρρω απέχουσα από το να είναι μια "χαμηλότερη" λειτουργία, η αντιληπτική μας απόκριση προς τον κόσμο αποτελεί το βασικό μέσον δια του οποίου δομούμε τα γεγονότα και από το οποίο αντλούμε ιδέες και κατά συνέπεια και τη γλώσσα. Το υλικό που χρησιμοποιείται στο επιχείρημα του Arnheim προέρχεται από φιλοσόφους, αρχαίους και μοντέρνους· από ψυχολογικά εργαστηριακά πειράματα· από εργασίες περί της αντίληψης και των καλλιτεχνημάτων των παιδιών· από επιστημονικά συγγράμματα φυσικής και αστρονομίας. Οι πειστικές παρατηρήσεις του Arnheim διατηρούν τη συζήτηση απτή και συναφή προς την ανθρώπινη εμπειρία σε πραγματικές καταστάσεις. Αν και στοχεύει στον γενικό αναγνώστη, η "Οπτική σκέψη" είναι άμεσου ενδιαφέροντος για τον εκπαιδευτικό λόγω των πρακτικών της συνεπειών για τη λειτουργία της τέχνης στην εκπαίδευση και γενικότερα, για την οπτική εκπαίδευση σε όλα τα πεδία της μάθησης. Οι θεωρητικοί ισχυρισμοί παρουσιάζονται με τον ζωντανό και συγκεκριμένο τρόπο που έκανε το προηγούμενο έργο του Arnheim "Τέχνη και