`Ο Έκτορ ήταν πάντα ξένος, έκτος τόπου. Δεν είχε δικά του σκηνικά, είχε μόνο δανεικά σκηνικά, κατασκευασμένα ειδικά για εκείνον, έναν απελπισμένο ηθοποιό χαμένο στη μέση μιας παράστασης, στο κέντρο των σανιδιών, χωρίς σενάριο στα χέρια, χωρίς κανένα ταλέντο, χωρίς καμιά ικανότητα αυτοσχεδιασμού. Ήταν χαμένος σ` εκείνο το χωριό όπου σύμμαχοι δεν έλεγαν να φάνουν και όλος ό κόσμος είχε απαντήσεις σε ανύπαρκτες ερωτήσεις. [...] Άρχιζε να χάνεται μέσα στην ομίχλη του Μεξικού, να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του στους δρόμους. Γερνούσε, και μαζί με την ηλικία ερχόταν ή αίσθηση απουσιών, πολλών μικρών αμνησιών για πράγματα πού έπρεπε να ήταν σημαντικά κάποτε, αλλά είχε ξεχάσει να τα σημειώσει στην καρδιά του. Δεν ένιωθε ούτε καν θλίψη για τον εαυτό του. Άρχιζε να μοιάζει με τον άνθρωπο πού γύρευε. Ήταν και οι δύο χαμένοι στο Σάν Αντρές.`ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΑΠΕΡΓΟΙ από το Νότο και τις περιοχές των Τσιάπας έρχονται στο κέντρο της Πόλης του Μεξικού. Οι αρχές έχουν συλλάβει και φυλακίσει τον ηγέτη τους Μεδάρδο Ριβέρα για τον `φόνο` ενός επαρχιακού παράγοντα. Παραποιούν και εξαφανίζουν συνειδητά τις μαρτυρίες και τα στοιχεία πού αποδεικνύουν την αθωότητα του κατηγορουμένου. Και μια δραστήρια ακτιβίστρια νέα δικηγόρος, ή Μαρισέλα Καλντερόν Γκαλβάν, προσλαμβάνει τον ιδιότυπο ντετέκτιβ ΕΚΤΟΡ ΜΠΕΛΑΣΚΟΑΡΑΝ ΣΑΫΝ, ό οποίος ξεκινάει την αναζήτηση `νεκρών` πού χορεύουν σε ντισκοτέκ και συζητάει στη φυλακή με τον Ριβέρα για ζητήματα περί αληθοφάνειας και παραποιημένης λογικής μέσα από τα λεγόμενα του Σέρλοκ Χόλμς στις ιστορίες του Κόναν Ντόυλ, σ` ένα Μεξικό παράλογο, τραυματικό και διεφθαρμένο. [Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]