Η σκηνή στου Αποστόλη το κουτούκι. Ο Στάθης ο βαρύς απαντιέται με την παλιά φιλενάδα. Είναι η Μαριώ. Η κόρη της χήρας. Τρικαλινή τσαχπίνα. Γρήγορα θα έρθουν στα τσακίρ κέφια: - Σήκω χόρεψε, κουκλί μου. Έχεις κορμί αράπικο. - Κέρνα με, φως μου. Κέρνα με, γλυκιά μου αγάπη. Εσύ, ο άνθρωπός μου. Φέρτε μου κρασί να πιω. - Το κορίτσι απόψε θέλει. Σπάσ' τα, γκρέμισ' τα, κυρά μου. Σπάσ' τα, φως μου, για τα μένα. Μες στο γλυκό της αγάπης κρασί. Σπάσ' τα, καλέ Μαριώ. Σπάσ' τα, πασά μου. Κορίτσι μου, όλα για σένα. Για κοίτα, κόσμε, ένα κορμί. - Γεια σου, άντρα μου. Γλυκέ μου άντρα, γεια σου. Γεια σου, τσολιά μου. Αυτά μου κάνεις και σ' αγαπώ. - Δική μου για πάντα. Βρε Μαριώ μου, είσαι γλύκα. Εσύ, γλυκιά μου, μόνο. - Γλέντα με, φως μου, γλέντα με. - Άνοιξε βαθιά τα στήθια, Ω, μάμι μπλού, ρεμπέτισσα. - Δική σου για πάντα. Δείγμα από την "Παληοζωή μοβόρησσα", μια ιστορία συνθεμένη με τίτλους ρεμπέτικων τραγουδιών, σε μια αρχιτεκτονική συρραφή, που αναπτύσσεται σ' ένα hightech λογοτεχνικό αφήγημα, μια ρεμπέτικη φαντασία, όπου ανασταίνεται παραστατικά ένας κόσμος που κάποτε αποκλήθηκε περιθωριακός, αλλά που όταν αποσύρθηκε είχε αφήσει μια νέα ζωηρή και γνήσια τέχνη, το λαϊκό αστικό τραγούδι. Όλοι οι τύποι και οι τύπισσες, με τα πάθη και τους καημούς τους, τα όνειρα και τους κατατρεγμούς τους, η ιδιότυπη αντίληψη της τιμής και της φιλοτιμίας, το δικό τους ήθος, οι έρωτες και οι παλικαρισμοί, ο πόνος και τα σεκλέτια, περνούν σ' αυτή την πρωτότυπη ανασύνθεση, με τις 3.500 ψηφίδες αντλημένες από το πλούσιο ρεζερβουάρ κάπου 9.000 τίτλων τραγουδιών. Μια συναρπαστική χιουμοριστική "ιστορία" και ταυτόχρονα μια σπουδή χαρακτήρων, όπως υμνήθηκαν. Με ζουρνάδες και νταούλια. Μ' αργιλέ και μπαγλαμάδες. Τουμπερλέκια και μπουζούκια. Βίβα ρεμπέτες.