Τα Δωδεκάνησα πέρασαν στην Ιταλική κυριαρχία το 1912. Ένα χρόνο πριν κλείσει τα δεκαεννιά του ο Νίκος Διακομιχάλης, ήρθε να προστεθεί στα νησιά και η Γερμανική κατοχή. Μετά από δυο νικηφόρες για τους συμμάχους μάχες στις οποίες συμμετείχε, βρίσκει την ευκαιρία να φύγει στη Μέση Ανατολή για να καταταγεί στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών. Στην άνιση όμως ναυμαχία που γίνεται κοντά στις ακτές της Τουρκίας, τραυματίζεται και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Γερμανούς.
Από τις φυλακές της Ρόδου καταλήγει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Ο θάνατος που φτερουγίζει καθημερινά γύρω του, από τις Γερμανικές σφαίρες, την αιμορραγία και τον ακρωτηριασμό του θρυμματισμένου ποδιού του, τις αρρώστιες, την πείνα, και τους βομβαρδισμούς γύρω από τα στρατόπεδα που κρατούνταν δεν τον αγγίζει τελικά χάρη στην παρέμβαση της Σπηλιανής, όπως βαθειά πιστεύει.
Μετά την απελευθέρωσή του από τους Ρώσους, περνά στην Ιταλία για να επιστρέψει από κει στην πατρίδα. Εκεί κάπου ανάμεσα στον αγώνα του για επιβίωση και αποκατάσταση του τεχνητού ποδιού βρίσκει πρόσφορο έδαφος να ανθίσει ο έρωτας με τη Μαρία, θα σταθεί όμως αρκετός για να τον κρατήσει μακριά από τη Νίσυρο; Στο ημερολόγιό του καταγράφει βήμα-βήμα τις σκηνές της απίστευτης Οδύσσειάς του.