"Οι λέξεις ξεχύνονταν από μέσα του σαν ένα είδος ματωμένου ιδρώτα, έβγαιναν από τις άκρες των δάχτυλων του, ξεπηδούσαν από τον βραχνιασμένο του λαιμό σαν φίδια που σφάδαζαν· τις έγραφε με την καρδιά του, με το μυαλό, με τον ιδρώτα, με το κορμί του· τις έγραφε με το αίμα του, με την ψυχή του· ξεχύνονταν από την έσχατη μυστική πηγή και ουσία της ίδιας του της ζωής.
Και στις λέξεις εκείνες βρισκόταν συμπυκνωμένη η μορφή της πικρής του ανεστιότητας, της αβάσταχτης λαχτάρας του, του οργιαστικού του πόθου να επιστρέφει. Σ' εκείνες τις ξέφρενες και τσακισμένες φράσεις βρισκόταν συμπυκνωμένο ολάκερο το ζοφερό φορτίο που κουβαλούσε το κατάκοπο, το λιμασμένο, το εξωθημένο, το καταπονημένο του πνεύμα - βρισκόταν όλη η λαχτάρα του περιπλανώμενου, όλη η απίστευτη και απερίγραπτη επιθυμία της επιστροφής που ένας Αμερικανός, ή όποιος άλλος άνθρωπος πάνω στη γη, μπορεί να νιώσει".