«Χάθηκε», είπανε στη μάνα του.
«Όχι», είπε εκείνη με λαχτάρα,
«δεν χάνονται ανέμελα παιδιά.
Αυτά είναι καιρών αλλοτινών,
παππούδων είναι ιστορίες ξεχασμένες.
Τώρα δεν σαβανώνονται παιδιά
κι ούτε τα φτάνουν οι αδέσποτες οι σφαίρες.
Είναι αλώβητα τα νιάτα».
«Χάθηκε», είπαν στη μάνα του.
«Όχι», είπε εκείνη με θυμό.
«Ναι», απάντησαν μασώντας
την πιο σκληρή τους λέξη, το «κουράγιο».
«Γύρισε πάλι ο τροχός,
εκείνος των παππούδων μας και τρίζει,
αλέθει νιάτα κι όλο μπρος
σ’ αλάνες τριγυρίζει.
Κερνάει πάλι θάνατο σαν τότε».
«Όχι», είπε η μάνα του,
«δεν είναι δικός μου ο εχθρός».
«Χάθηκε», επιμένουνε αυτοί.
«Όχι», θυμώνει η μάνα, «ΟΧΙ».