Στο «Πολλή φασαρία για το τίποτα» ο Σαίξπηρ δραματοποιεί ένα πολύ αρεστό του θέμα, που δεν είναι άλλο από τον έρωτα, ο οποίος καταλήγει σε έναν θεμελιακό θεσμό του κοινωνικού οικοδομήματος όπως είναι ο γάμος. Απλώς στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δρόμος που οδηγεί στην αίσια έκβαση του γαμήλιου δεσίματος των δύο ερωτευμένων ζευγαριών του έργου, γίνεται με πολλή φασαρία.
Η φασαρία προκαλείται από την επαναλαμβανόμενη και επίμονη –ίσως και ξεροκέφαλη– άρνηση αποδοχής των πραγματικών συναισθημάτων που τρέφουν οι δύο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες του έργου, ο Βενέδικτος και η Βεατρίκη, ο ένας για τον άλλον, που τους παρασύρει σε έναν λαβύρινθο συναισθηματικής καταπίεσης, η οποία τους κάνει να εκφράζονται και να εκδηλώνονται με επιθετική άμυνα, όχι τόσο για να μην πληγώσουν τον εγωισμό και την αυταρέσκειά τους, όσο για να μην πληγωθούν οι ευαίσθητες καρδιές τους από την πιθανή –όπως πιστεύουν– απόρριψη του έρωτά τους από τον άλλον.
Ο μεγαλοφυής Σαίξπηρ, με την πρωτοποριακή γραφή του, δεν έγραψε αυτό το έργο σαν μία απλή κωμωδία, επιχειρεί να συνθέσει μια τολμηρή αλχημεία, αναμειγνύοντας σε σωστές δόσεις το κωμικό με το τραγικό στοιχείο, το υψηλό με το γκροτέσκο, την ψυχή με τις αισθήσεις, όπως κάνει και ο Μπρεχτ στα θεατρικά του έργα.
Ορμώμενοι από τη σύζευξη της σαιξπηρικής προ-αποστασιοποίησης (Pre-Verfremdungseffekt), της μπρεχτικής αποστασιοποίησης (Verfremdungseffekt) και της μεταμοντέρνας μετα-αποστασιοποίησης (Post-Verfremdungseffekt), η παράστασή μας αποδίδεται σε μια αντιστοιχία του “θεάτρου εν θεάτρω”, ως ένα “παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι” (στην αγγλική γλώσσα: “play in play”), με στοιχεία εξπρεσιονιστικά –για την ακρίβεια, ρεαλιστικά-εξπρεσιονιστικά, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό– δηλαδή με τη χρήση ενός μεταμοντέρνου τρόπου απόδοσης του μπρεχτικού Υψηλού Ύφους (Gro?es Stil).