"Ξημέρωνε, ο ουρανός ένας καθρέφτης κενός, πήρα μια πέτρα και την πέταξα με μανία καταπάνω του, να σπάσει να γεμίσει ο τόπος γυαλιά, κοφτερά ακανόνιστα κομμάτια, μια καταιγίδα αιχμηρή από τα κομμάτια αυτού του απαθέστατου μάρτυρα. Ξημέρωνε κι αν δεν κοιμάσαι θα ακούς και εσύ τα σφυριά των μαύρων από τις φυλακές του Κάουντη, να τραγουδούν στα καρφιά που στερέωναν τις ράγες και τα ξύλα, λίγο πιο δυνατά, χωρίς φωνές, μόνο το βογκητό της δύναμης που απαιτούσε το χτύπημα από το σφυρί στο σίδερο."
Τα διηγήματα της συλλογής "Πώς το λένε αυτό το μέρος" του Αναστάση Σιχλιμίρη είναι γεμάτα εικόνες που φωτίζονται εκτυφλωτικά σαν από φωτογραφικό φλας και μετά βυθίζονται στο σκοτάδι, με έναν τρόπο γραφής εξαιρετικά κοφτό και αιχμηρό.
Οι ήρωές του, ηττημένοι που δε δίνουν δεκάρα και νικητές που δεν ενδιαφέρονται για το έπαθλο. Τσιρκολάνοι και χρυσοθήρες. Πιτσιρικάδες με όνειρο ένα Smith n' Wesson ή μια καριέρα στο "Καλλιτεχνικό Λονδίνο".
Ο χρόνος σπασμένος σε δευτερόλεπτα γίνεται άλλοτε το πριν κι άλλοτε το μετά. Το ασημένιο καρφί που σκούριασε, η φωτιά που έσβησε κι έγινε σκόνη που φυσά τώρα ο αέρας στους τέσσερις ορίζοντες.
Τόποι, οι φτωχογειτονιές της Αττικής το '70, η Τρούμπα του '60, ένα χωριό στη Λατινική Αμερική, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη και η μυθική άγρια δύση. Φυσαρμόνικες, μαράκες, κιθάρες, τρίχορδα, χάμοντ, σφύριγμα και κροτάλισμα των δακτύλων. "... κι αντίς για βιολιά, έσπαγαν τρυφερά τα μπουκάλια μεθυσμένοι ναυτικοί, ψελλίζοντας γυναικεία ονόματα και βρισιές και μετρονόμος τούτης της ανώφελης ορχήστρας το άνοιξε-κλείσε ενός στιλέτου με λάμα δέκα πόντους στα χέρια ενός νάνου".
Τάνγκο, Ρούμπες και Μπλουζ από έναν παλιό γρατσουνισμένο δίσκο γλιστρούν μέσα από τις λέξεις: "Στη γωνιά του δρόμου ένας τυφλός μαύρος τραγούδαγε για λίγα κέρματα, την ιστορία ενός τυφλού μαύρου που τραγουδά στη γωνιά του δρόμου για λίγα κέρματα".