Μια συνθετική εργασία, που φωτίζει με αναπάντεχο τρόπο το Αλβανικό έπος, αποκαθηλώνοντας την εθνοκάπηλη ρητορική, δείχνοντας τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων και τη στρατιωτική ισχύ των αντιπάλων. Μια επίσης αποκαλυπτική και αναλυτική προσέγγιση της κοινωνίας του 1940-1942, όπου αποκαθηλώνεται η από τα πάνω εικόνα των κοινωνικών δεδομένων (πείνα, παραγωγή, μαύρη αγορά κλπ) και αναδεικνύεται μια πρωτοφανής, παράλληλη, λαϊκή, παραγωγική και οικονομική πραγματικότητα, που θα αποτελέσει τη βάση του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Αθήνα - 28η Οκτωβρίου του 1940 Εκείνη τη μέρα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από εφέδρους. Αυτοί, οι κλάσεις του 1929 και πέρα, ξεχύθηκαν στις πόλεις ψάχνοντας να βρουν τις ανακοινώσεις της επιστράτευσης στα αστυνομικά τμήματα. Μετά, αφού μάθαιναν τον προορισμό τους και το χρονικό περιθώριο που είχαν για να παρουσιαστούν, έτρεχαν προς τους σταθμούς των τραίνων, πολιορκούσαν τους συρμούς που έφευγαν αδιάκοπα, ασφυκτικά γεμάτοι από το ανθρώπινο φορτίο τους, προς την Λάρισα ή προς την Πάτρα. Ήταν παράξενο πράγμα οι έφεδροι. Πολίτες ακόμα, εργάτες, μαστόροι, τεχνίτες, λογιστές, δάσκαλοι, σερβιτόροι, βαστάζοι, δημόσιοι υπάλληλοι, καλλιτέχνες, ό,τι, τέλος πάντων, μια κοινωνία του εικοστού αιώνα, αποδίδει στους ανθρώπους ως παραγωγική και κοινωνική ιδιότητα. Ήταν όμως ταυτόχρονα και πολεμιστές. Κινούνταν στο μεταίχμιο του πολέμου και της ειρήνης, ζούσαν ανάμεσα στις μέρες της ειρήνης που γρήγορα ξεθώριαζαν και σε εκείνες του πολέμου πού έρχονταν να τις διαδεχθούν. Ήταν κανονικοί άνθρωποι και εν δυνάμει σκληροί πολεμιστές. Δεν είχαν σκοτώσει ποτέ στη ζωή τους, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν τους είχε περάσει ποτέ από τον νου ο θάνατος του άλλου από το δικό τους χέρι. Έφευγαν όμως βιαστικά από τον κόσμο που ως τότε γνώριζαν, για να προλάβουν έναν άλλο, στον οποίο η κύρια φροντίδα τους θα ήταν να σκοτώσουν - αντάμα και η πιθανότητα να σκοτωθούν.