Το θέμα των Ελλήνων φυγάδων / προσφύγων στις κομμουνιστικές χώρες, λόγω του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, υπήρξε, από πολλές απόψεις, ένα ιδιαίτερα καυτό ζήτημα.
Κατ' αρχάς, από τη σκοπιά των διεθνών διαστάσεων του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, δημιούργησε κλίμα έντασης και καχυποψίας μεταξύ της Ελλάδας και των βορείων όμορων χωρών της στη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, δυσχέραινε την αποκατάσταση και την ανάπτυξη των διακρατικών σχέσεων της Ελλάδας με τις "Λαϊκές Δημοκρατίες", οι οποίες υποδέχθηκαν τους Έλληνες φυγάδες, υπέθαλπε τη γενικότερη ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα και την ιδεολογική αντιπαράθεση κομμουνισμού - αντικομμουνισμού στη χώρα. Από την ανθρωπιστική σκοπιά και τη σκοπιά των "υποκειμένων της ιστορίας", δηλαδή των πολιτικών προσφύγων, η αναγκαστική "υπερορία" επιμήκυνε γι' αυτούς τις τραυματικές κι οδυνηρές συνέπειες της εμφύλιας σύγκρουσης, καθώς ήταν απαγορευτικός επί σειρά ετών ο επαναπατρισμός τους, και τους οδήγησε σε υποταγή τους σε ιδεολογήματα και μοντέλα "πολιτικού πατερναλισμού" και "μεσσιανισμού".
Τελικά, οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, στη διάρκεια της μακρόχρονης προσφυγιάς τους, έχτισαν τη "σοσιαλιστική κοινωνία" εκτός Ελλάδας και κατόρθωσαν μέσα από στρατηγικές επιβίωσης, συλλογική - ατομική / ιδιωτική μνήμη, συλλογική ταυτότητα, ενδογαμία, να διατηρήσουν την "ελληνικότητα" τους, καθώς είχαν πάντα στραμμένο το βλέμμα στην πατρίδα Ελλάδα.