Καθώς για μια ακόμα φορά, αν και πολύ πιο συνετά αυτή τη φορά, έγινα έρμαιο της ασθένειας και της παθογένειάς μου, σκέφτηκα, τι κάνουμε τώρα; Και στρώθηκα κάτω και άρχισα να γράφω. Και το μόνο που σκεφτόμουν όλη την ώρα που έγραφα, ήταν ότι, μόλις ξεμπερδέψω με δαύτα, θα μαγειρέψω κάτι, θα φάω κάτι, επιτέλους θα φάω πάλι κάτι ζεστό, και αιφνιδίως, καθώς όσην ώρα έγραφα είχα ξεπαγιάσει, φόρεσα την τραγιάσκα. Όλοι φοράνε μια τέτοια τραγιάσκα, σκέφτηκα, όλοι, καθώς έγραφα και έγραφα και έγραφα...
Με όπλο τον μονόλογο, έντονα παραληρηματικό και αντισυμβατικό, ο Thomas Bernhard ισορροπεί την αφήγηση και την κάνει συναρπαστική. Το ριζοσπαστικό, προσωπικό ύφος γραφής του, που αποτέλεσε πρόκληση στο περιβάλλον της μεταπολεμικής γερμανόφωνης λογοτεχνίας, παραμένει ως τις μέρες μας τολμηρό, ανοίγοντας νέους δρόμους στη λογοτεχνική απόλαυση.
Οι ήρωές του, καθημερινοί άνθρωποι, φτάνουν στα όρια των αντοχών τους: ένας παιδαγωγός που βασανίζεται από αϋπνία, ένας ψυχικά διαταραγμένος που αποκτά εμμονή με μια τραγιάσκα, ένας φοιτητής Ιατρικής που απεχθάνεται το θέατρο, αλλά γράφει μια μελέτη για αυτό, ένας εργάτης λατομείων που πνίγεται στο εργασιακό του περιβάλλον, ένας ακόλουθος πρεσβείας που αυτοκτονεί, ένας σακάτης γιος που απορρίπτεται από την οικογένειά του και οδηγείται στην αυτοκαταστροφή, ένας πρώην κατάδικος που μόλις έχει αποφυλακιστεί και αδυνατεί να ξαναβρεί τη χαμένη του ζωή.