Η Σαλώμη: θαρρείς και όλα έγιναν για να μπαλωθεί το μεγάλο κενό, για να φανερωθεί επιτέλους εκείνο το φιλί που όλοι το ξέρανε για κοντά χίλια οχτακόσια χρόνια μα δεν το τόλμησε ολάκερη η Αναγέννηση, δεν το ζωγράφισε μήτε ο Μποτιτσέλι, μήτε καν ο Καραβάτζιο, οπότε πάνω που ησύχασαν οι παπάδες, γλυτώσαμε από τούτο, είπανε και βάλανε μπρος ένα στάμπατ μάτερ, να σου ένας που φορούσε δαχτυλίδια για να το επιτελέσει (:περισσότερο από το επιτέλους παρά από το επιτελώ). Θαρρείς και όλα έγιναν για να ενωθεί ο έρωτας με το θάνατο επί σκηνής, πάνω σε έναν δίσκο που στάζει αίμα. Θαρρείς και όλα έγιναν για να εκτεθεί επί σκηνής, εφτά χρόνια νωρίτερα από το Traumdeutung του Φρόιντ, αυτό το άλλο που όλοι έχουμε βαθιά μέσα στον ύπνο μας.
Στη Σαλώμη όλα γίνονται μέσα στη νύχτα για μια νύχτα μέχρι το τέλος. Το τρίγωνο της Σαλώμης (Σαλώμη, Ιωάννης, Ηρώδης) γλείφεται με αυτό το τέλος. Η μια θέλει μέχρι το τέλος της νύχτας και πεθαίνει γι' αυτό, ο άλλος πιστεύει μέχρι το τέλος της νύχτας και πεθαίνει γι' αυτό. Ο τρίτος είναι ο Ηρώδης: αυτός επιζεί επειδή αποφασίζει να μη φτάσει τη νύχτα μέχρι το τέλος· βολεύεται με ένα ημίμετρο, καταδέχεται να είναι μεθυσμένος, καταδέχεται να υπόσχεται ανταλλάγματα, εντέλει καταδέχεται να παζαρεύει, επαφίεται σε ένα ημίμετρο που τον παγιδεύει - και στη συνέχεια αποδέχεται την παγίδα, εγκαταλείποντας κάθε σκληρή σαν πετράδι φλόγα στην απαίσια "νομοτέλεια" του κόσμου. Ο Ηρώδης είναι αυτός ο θλιβερός που επέζησε υπό την ασημένια Σελήνη - αυτός που κουκουλώθηκε, που αυτοσαβανώθηκε για να ζήσει γεμάτος με την πικρίλα του τάφου.
(από το Επίμετρο)