Τους συναντώ οκτώ μήνες τώρα. Είμαστε συνέχεια μαζί. Μέρα-νύχτα. Ποια νύχτα δηλαδή; Μέχρι τα χαράματα εγώ, αυτοί, ασπρόμαυρα πλάνα, η ασπρόμαυρη σκυλίτσα μου, που ξενύχταγε μαζί μου και σκυλοβαριόταν, μαύροι καφέδες, ατέλειωτα τσιγάρα και την άλλη μέρα φτου κι απ` την αρχή. Τους γνώρισα καλύτερα. Είπαμε `χαίρω πολύ`. Αυτό απαιτεί η ευγένεια. Συστηθήκαμε. Δεν ξέρω αν χάρηκαν. Κάποια στιγμή κουράστηκα και τους το έδειξα. Παραγνωριστήκαμε παιδιά. Συμφώνησαν. Διάλειμμα κοινή συναινέσει. Τους παράτησα για λίγο. Ήθελα να τους ξεχάσω για να ξορκίσω το μεγαλείο, την αντοχή, το ταλέντο και ην επιμονή να επιβάλλουν ακόμη την παρουσία τους. Δυο μέρες κράτησε το πείσμα μου. Πάμε πάλι. Έμαθα τα πάντα γι αυτούς. Αυτοί δεν ξέρουν τίποτα για μένα και γιατί άλλωστε; Το πήρα απόφαση και συνέχισα αυτή την υπέροχα βασανιστική συναναστροφή. Υποκλίθηκα, προβληματίστηκα, απόρησα, θυμήθηκα, λυπήθηκα, δάκρυσα, γέλασα, έμαθα πολλά απ` αυτό το παρεάκι, που τελικά αγάπησα. (. . .) [Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]