Σε λίγο ξημερώνει και σήμερα, που κρατώ -επιτέλους!- το βιβλίο μας στα χέρια, είπα να σου γράψω. Ποια είναι η αίσθηση, όταν αντικρίσεις τυπωμένο ένα κείμενο δικό σου; Τις πρώτες ώρες δεν τολμάς να συλλαβίσεις ούτε μία φράση· κλείνεις τα μάτια, προσπερνάς σελίδες, διαβάζεις τα στοιχεία της έκδοσης αμήχανος. Παραφυλάς και, όταν σιγουρευτείς πως είσαι μόνος, ρίχνεις κλεφτές ματιές, σαν τα παιδιά που κλείνονται στην κάμαρά τους να χαρούνε το καινούργιο τους παιχνίδι μακριά απ' τους μεγάλους. Κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι ένα ξένο σώμα -έξω από σε- όταν κατακαθίσουν στο χαρτί οι σκέψεις. Λάθος! Ο ίδιος είσαι εκεί μικρός, ξυπόλυτος να πιλαλάς στην αμμουδιά. Σε βλέπουν όλοι, καθώς σε ξεσκεπάζουν οι σελίδες· δεν καταφέρνουνε τα γράμματα και οι λέξεις να σε κρύψουν, όπως κάποτε νομίζαμε. Οι φράσεις είναι διάφανες. Όμως δεν επιστρέφεις ούτε εσύ, Αίθωνα, μήτε η αρχική συγκίνηση, που με συνέπαιρνε, όταν έγραφα -ούτε εκείνη φάνηκε. Το πιθανότερο είναι να μην προσπάθησα αρκετά, ίσως και να μην έχω τη δύναμη μήτε τις ικανότητες που απαιτούνται για να σας κρατήσω. Συγχώρα με· δεν αξιώθηκα να βρω τις μαγικές εκείνες λέξεις...
Ο φίλος σου
Κι εσύ, αδερφέ, αθέτησες τον τελευταίο λόγο σου. Έφυγες δίχως να μου διηγηθείς ποια τύχη επεφύλασσες στο δεύτερο εκείνο άντρα, που διεκδικούσε η ηρωίδα σου.