Με µάτια καρφωµένα στο κενό ανιστορίστηκε τη ζωή του, που σαν κινηµατογραφική ταινία διάβαινε από µπροστά του: Βοσκαρούδι στο χωριό του, στα κακοτράχαλα µονοπάτια στους ορεινούς βοσκότοπους, αµήχανος έφηβος στη συνέχεια στην πολιτεία και στην υστεριά µούτσος σ’ ένα γκαζάδικο. Αµούστακο δεκαπεντάχρονο παιδί ανέβηκε στο πρώτο κατάστρωµα, γέρος αποβιβάστηκε από το τελευταίο. Και τι δεν πέρασε ολάκερη ζωή στα θαλασσινά µονοπάτια! Θυµήθηκε αίφνης µια παλιά ερωτική ιστορία µε µια όµορφη εικοσιπεντάχρονη Χιλιανή, την Αντονέλα.
Η Αντονέλα είχε ιδιαίτερη αδυναµία στους αστερισµούς και ιδιαίτερα στον αστερισµό της Ανδροµέδας. Και καθώς ήταν ορατός µόνο από το Βόρειο Ηµισφαίριο, και µάλιστα το φθινόπωρο, της είχε υποσχεθεί να την πάρει µαζί του σε κάποιο από τα ταξίδια του στην Ελλάδα, προκειµένου να δει τον αγαπηµένο της αστερισµό. Όταν βρισκόταν στο κατάστρωµα του πλοίου, πάντα είχε την αίσθηση πως η «µατιά της Ανδροµέδας» ήταν στραµµένη πάνω του κι ένιωθε µια αδιόρατη γλυκιά αποχαύνωση, κάτι σαν προστασία, που του ’δινε την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση πως ήταν η µατιά της Αντονέλας του.