Το έργο Στιγμιότυπα Υπερθέσεως εκτυλίσσεται σε ένα χωριό και αποτελεί την εξιστόρηση της ζωής των ανθρώπων του. Μοιράζεται σε μικρές ιστορίες των πρωταγωνιστών οι οποίες συμπλέκονται μεταξύ τους ώστε να δημιουργηθεί μία μεγαλύτερη εικόνα από αυτή που μπορούν να δουν οι ίδιοι. Όλες οι ιστορίες κινούνται στο πλαίσιο του Μαγικού Ρεαλισμού, άλλοτε με μικρές λεπτομέρειες όπως μια κούνια που κινείται αέναα στο διήγημα της Κλειώς, άλλοτε με πιο εμφανή γεγονότα όπως τα φτερά της Ευτυχίας ή η ανάπλαση της πλατείας μέσα σε ένα απόγευμα. Συνολικά, το στοιχείο Μαγικού Ρεαλισμού που ενώνει όλους τους χαρακτήρες είναι ο χώρος και ο χρόνος που είναι ρευστός και επιτρέπει σε ζωντανούς και νεκρούς να συνυπάρχουν την ίδια στιγμή.
Ένας τόπος είναι οι ζωντανοί του.
Και κάθε τι που τους περιβάλλει.
Είναι η εμφάνιση ενός παιδιού που δεν ήταν χαμένο, ένα οικογενειακό γεύμα με ή χωρίς την οικογένεια, είναι η αναμόρφωση της πλατείας όσο διαρκεί η μυρωδιά του ζεστού καφέ και το άναμμα δύο τσιγάρων από την ίδια φλόγα. Είναι η δυσμορφία που προκαλεί λόγια στην πλάτη μιας όμορφης κοπέλας, η κατάφωρη άρνηση ενός τυφλού να τον βλέπουν, όπως και το κρυμμένο μυστικό στο υπόγειο του σπιτιού στον οπωρώνα. Είναι ο ιερέας του χωριού με μια ακονισμένη λάμα στα χέρια, ένας φονιάς ο οποίος αλλάζει την ιστορία της ζωής του κατά βούληση και μια επικείμενη καταστροφή που θα τους φέρει όλους, για μερικές στιγμές, πιο κοντά. Είναι δύο μέρες και τα στιγμιότυπά τους που αμβλύνουν το χρόνο σε ένα χωριό που κάπου, κάποτε, ίσως και να υπάρχει.
Ένας τόπος είναι οι νεκροί του.
Και κάθε τι που τους περιβάλλει.