Όταν με κάλεσαν να μιλήσω περί "Ψυχανάλυσης και πίστης", ένιωσα στην αρχή μια διάθεση να κάνω πίσω. Ο συσχετισμός των δύο όρων και των δύο τομέων που αυτοί δηλώνουν, μοιάζει να συνεπάγεται τη συμφιλίωση ή την αντίθεσή τους, ενώ η ψυχανάλυση αντλεί απεναντίας την επιστημολογική της αξία και την πρακτική της αποτελεσματικότητα με τη διακήρυξη της αυτονομίας της. Ο αναλυτικός λόγος μιλάει για μια ανθρωπότητα που δέχεται να χάνει, για ν' αναγνωριστεί στην κατάσταση της καθαρής απώλειας και να ξεπληρώσει κατ' αυτό τον τρόπο τα χρέη της στον Παντοκράτορα, με σκοπό να συνάψει δεσμούς, έρωτες, εφήμερες και ελαφρές εγγυήσεις.