Πώς να ξοδέψει τη ζωή μπροστά σε τόσο θάνατο;
Αυτό σκεφτόταν
και άφηνε ήσυχες τις μέρες να περνούν
από σώμα ασάλευτο η ηδονή μεγάλη.
Επινοούσε αμαρτίες βαριές
για να γεμίζει το καθημερινό του αμαρτολόγιο
με όλες τις αυταπάτες του κόσμου κατάσαρκα
Τον πρώτο καιρό πίστευε
μετά καμωνόταν ότι πιστεύει
και στο τέλος ούτε κι αυτό.
Δεν μπόρεσε να ξεράσει τη μεγάλη κουβέντα το δύσκολο στόμα του.
Έτσι το θέλησε το γραφτό της τύχης το αναμάρτητο,
της μανίας του το γραφτό. [Από την έκδοση]