[...] "Σε ποιον έμοιασα τελικά;" ρωτάω τον πατέρα μου. "Στη μαμά σίγουρα όχι, αλλά ούτε και σ' εσένα νομίζω".
"Οχ πια όλες αυτές οι ιστορίες με τις ομοιότητες..."
"Καθώς μεγαλώνει κανείς αποκτούν σημασία. Οι άνθρωποι θέλουν να βρουν ποιοι είναι, γι' αυτό. Την ταυτότητά τους".
"Γιατί όλοι έχουν υπερβολικά πολύ ελεύθερο χρόνο, γι' αυτό.
Αν δούλευαν δεν θα είχαν καιρό γι' αυτές τις ανοησίες".
"Όλοι δουλεύουμε, μπαμπά. Απλώς υπάρχουν στιγμές που έχουμε ανάγκη να πιαστούμε από κάτι σίγουρο. Και τίποτα δεν είναι πιο σίγουρο από τη φύση. Τη φύση μας".
Τα μάτια του με κοιτάνε κάτω από τα παχιά άσπρα του φρύδια."Κάνεις τεράστιο λάθος. Τίποτα δεν είναι πιο απατηλό από τη φύση μας. Καλύτερα να πιαστείς από κάπου αλλού. Γιατί δεν γίνεσαι θρήσκα;"
Μια άγνωστη κόρη εμφανίζεται από το παρελθόν και σχίζει έναν γάμο στα δύο. Μια μητέρα προσπαθεί να φέρει στη ζωή το κατεψυγμένο έμβρυο του νεκρού παιδιού της. Δυο έρωτες γεννιούνται από το ανεπίτρεπτο και καταλήγουν στο κοινότοπο. Φίλοι έντιμοι κι ανέντιμοι προδίδουν και στηρίζουν. Συγγένειες των κυττάρων, των συμβάσεων και των επιλογών, της φύσης και της τεχνολογίας, του φυσικού και του αφύσικου, με την αγάπη πάντα στον πιο παράλογο και σημαίνοντα ρόλο.